Ο Ντέιβιντ Μπέρκοβιτς, γνωστός και ως “Γιος του Σαμ”, δολοφόνησε έξι ανθρώπους στη Νέα Υόρκη από το 1976 έως το 1977, ισχυριζόμενος ότι εκτελούσε εντολές από έναν δαιμονισμένο σκύλο. Κατάφερε γίνει ένας από τους πιο διαβόητους serial killers της Αμερικής.
Ο Μπέρκοβιτς ήταν ένα μοναχικό υιοθετημένο παιδί, το οποίο από την εφηβεία εκδήλωσε την δυσπροσαρμοστική του φύση με την πραγματοποίηση μικρής έκτασης εμπρησμών. Στα 18 του, κατατάσσεται στο στρατό όπου μαθαίνει τέλεια τον χειρισμό των όπλων. Επίσης, στρέφεται και στη θρησκεία, στην εκκλησία των Βαπτιστών και μετατρέπεται σε φανατικό Χριστιανό. Και ενώ η πυρομανία του εντείνεται, ο πατριός του μετακομίζει στη Φλόριντα, και ο Μπέρκοβιτς μένει μόνος του στην Νέα Υόρκη. Αρχίζει τότε την αναζήτηση της μητέρας του την οποία ανακαλύπτει εν τέλει το 1975. Η μανιοκατάθλιψη έχει κάνει την εμφάνιση στη ζωή του, περιφέρεται με το αυτοκίνητο του άσκοπα στους δρόμους της Νέας Υόρκης, και ένα βράδυ πυροβολεί και σκοτώνει τον σκύλο του γείτονα του. Μετά το περιστατικό αυτό, αρχίζει να “ακούει φωνές”.
Οι δολοφονίες
Στις 29 Ιουλίου του 1976, δυο νεαρά κορίτσια, η 18χρονη Ντόνα Λόρια και η 19χρονη Τζόντι Βαλέντε, βρίσκονταν στο αυτοκίνητο της Τζόντι, που ήταν σταθμευμένο έξω από το σπίτι της Ντόνα. Την ώρα που η Ντόνα ετοιμαζόταν να βγει από το αυτοκίνητο, τις πλησίασε ένας άντρας, ο οποίος έβγαλε ένα περίστροφο από μια χαρτοσακούλα και πυροβόλησε πέντε φορές. Από τα πυρά σκοτώθηκε η Ντόνα και τραυματίστηκε η Τζόντι.
Η Τζόντι μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο σε υστερία. Αργότερα μπόρεσε να περιγράψει τον άντρα που τους είχε επιτεθεί: ένας λευκός κατσαρομάλλης, γύρω στα 30. Δεν είχε δει το πρόσωπο του δολοφόνου ποτέ στη ζωή της και ήταν κατηγορηματική ότι δεν επρόκειτο για πρώην φίλο της Ντόνα, που ενδεχομένως, να ζητούσε εκδίκηση.
Η επόμενη επίθεση του Γιου του Σαμ έγινε στις 23 Οκτωβρίου του 1976. Η 18χρονη Ρόζμαρι και ο 20χρονος Καρλ Ντενάρο, μόλις είχαν φύγει από ένα μπαρ και κατευθύνονταν με το αυτοκίνητό τους σε κάποιο ήσυχο σημείο στην περιοχή του Κουίνς. Ο Μπέρκοβιτς τους πυροβόλησε πέντε φορές, χωρίς ωστόσο να τους σκοτώσει.
Γύρω στα μεσάνυχτα της 27ης Νοεμβρίου του 1976, ο Μπέρκοβιτς χτύπησε ξανά στην περιοχή του Κουίνς. Επιτέθηκε στη 18χρονη Τζόαν Λομίνο και στη 16χρονη φίλη της Ντόνα Ντεμάσι. Τα δύο κορίτσια κάθονταν στο κατώφλι του σπιτιού της Τζόαν όταν ένας άντρας διέσχισε το δρόμο και τις πλησίασε. Άρχισε να τους ζητά πληροφορίες για κάποια οδό και ξαφνικά έβγαλε ένα όπλο από τη ζώνη του και άρχισε να τις πυροβολεί. Η Τζόαν δέχτηκε μια σφαίρα στο κάτω μέρος της σπονδυλικής στήλης και έμεινε παράλυτη, ενώ η Ντόνα πυροβολήθηκε στον λαιμό, αλλά επέζησε.
Οι αστυνομικοί υπέθεσαν ότι ο δράστης ήταν ο ίδιος που είχε δολοφονήσει τη Ντόνα Λόρια και είχε τραυματίσει τη Τζόντι Βαλέντε. Οι συγκρουόμενες όμως μαρτυρίες των αυτόπτων μαρτύρων, τους απομάκρυνε από αυτό το ενδεχόμενο.
Στις 30 Ιανουαρίου 1977 πυροβόλησε τον 30χρονο Τζον Ντιλ και την 28χρονη αρραβωνιαστικιά του, Κριστίν Φρόυντ. Ο Ντιλ έζησε, αλλά η Φρόυντ πέθανε 36 ώρες αργότερα. Μετά την ανακάλυψη ότι το όπλο που χρησιμοποιήθηκε ήταν ένα 44άρι Bulldog, η αστυνομία συνέδεσε όλες τις επιθέσεις. Και πάλι όμως, οι αντικρουόμενες μαρτυρίες την απομάκρυναν ξανά από τον πραγματικό δολοφόνο.
Στις 8 Μαρτίου 1977 σκότωσε τη 19χρονη Βιρτζίνια Βοσκερίτσιαν την ώρα που επέστρεφε στο σπίτι της στο Κουίνς. Η σφαίρα διαπέρασε τα βιβλία που κράτησε σαν ασπίδα μπροστά απ’ το πρόσωπο της και καρφώθηκε στο κρανίο της. Μετά την βαλλιστική εξέταση της σφαίρας, αποδείχτηκε ότι είχε προέλθει από το ίδιο όπλο που σκότωσε την Κριστίν Φρόυντ. Οι δύο φόνοι είχαν συμβεί περίπου στην ίδια περιοχή και η αστυνομία, παρά τις αντικρουόμενες καταθέσεις, αποφάσισε επιτέλους να θεωρήσει ότι όλες οι επιθέσεις ήταν έργο του ίδιου ατόμου. Δημιουργήθηκε μια ειδική ομάδα κρούσης, με τον κωδικό τίτλο «Επιχείρηση Ωμέγα», αποκλειστικό έργο της οποίας θα ήταν η έρευνα που θα κατέληγε στη σύλληψη του δολοφόνου με το 44άρι.
Ένα μήνα αργότερα, στις 17 Απριλίου, πέθαναν άλλοι δύο νέοι και ο δράστης έδωσε στον εαυτό του το όνομα, “Γιος του Σαμ”. Ο πρώτος αστυνομικός που έφθασε στον τόπο του εγκλήματος βρήκε έναν λευκό φάκελο με παραλήπτη τον διευθυντή του αστυνομικού τμήματος της Νέας Υόρκη. Οκτώ αστυνομικοί άγγιξαν το φάκελο, αλλά ακόμα και όταν αποκλείστηκαν τα δικά τους αποτυπώματα, αποδείχτηκε ότι ο δολοφόνος είχε χρησιμοποιήσει μόνο τις άκρες των δαχτύλων του, μη δίνοντας έτσι αποτυπώματα ικανά για σύγκριση.
Μεταξύ άλλων το γράμμα, έγραφε: “Έίμαι ένα τέρας. Είμαι ο “Γιος του Σαμ”. Είμαι ένα μικρό “κακομαθημένο”. Όταν ο πατέρας Σαμ μεθάει, γίνεται πολύ κακός. Χτυπά την οικογένειά του. Ο Σαμ λατρεύει να πίνει αίμα. “Πήγαινε, σκότωσε” διατάσσει ο πατέρας Σαμ. Νιώθω σαν ξένος. Είμαι σε διαφορετικό κόσμο από όλους τους άλλους – προγραμματισμένος να σκοτώνω. Για να με σταματήσετε, πρέπει να με σκοτώσετε. Ο μπαμπάς Σαμ είναι μεγάλος πια. Χρειάζεται αίμα για να διατηρήσει τη νιότη του….”
Η σύλληψη
Το 1977, η αστυνομία της Νέας Υόρκης συνέλαβε τον “Γιο του Σαμ” για την δολοφονία 6 ανθρώπων και τον τραυματισμό άλλων 10. Ο δολοφόνος τους ακολούθησε χωρίς καμία αντίσταση και ομολόγησε τα πάντα. Περιέγραψε κάθε επίθεση λεπτομερώς και έριξε όλη την ευθύνη στον δαιμονισμένο σκύλο του Σαμ, Καρ, ο οποίος ήταν δαιμονισμένος και του ζητούσε το αίμα νεαρών γυναικών. Δεν δικάστηκε, γιατί παραδέχθηκε αμέσως την ενοχή του και καταδικάστηκε σε κάθειρξη 365 ετών.
Το 1979 έστειλε γράμμα στον ψυχίατρο Ντέιβιντ Αμπραχάμσεν, που τον είχε εξετάσει, στο οποίο παραδεχόταν ότι είχε πει ψέματα για τον σκύλο του Σαμ, Καρ. Ποτέ δεν πίστεψε, ότι του έδινε εντολές και δημιούργησε την ιστορία αυτή για να δικαιολογήσει τις πράξεις του. Στην πραγματικότητα, έγραφε, σκότωνε επειδή ένιωθε ότι τον είχε απορρίψει ο κόσμος, και κυρίως οι γυναίκες. Το 1987 βαπτίστηκε πάλι Χριστιανός, μετανόησε για τις πράξεις του και είπε ότι το όνομά του δεν ήταν πια ο “Γιος του Σαμ”, αλλά ο “Γιος της Ελπίδας”.