Στις αρχές της δεκαετίας του 1970, όταν η ανθρωπότητα είχε ακόμη νωπή την ανάμνηση από το θαυμαστό ταξίδι στη Σελήνη αλλά και από τα δεινά της ατομικής βόμβας, ούτε η πλέον καλπάζουσα φαντασία δεν μπορούσε να διανοηθεί την επέλαση της τεχνολογίας στην καθημερινότητα τού σήμερα. Η επιστημονική φαντασία επινοούσε, ωστόσο, τεχνολογικά επιτεύγματα που ακόμη δεν έχουμε δει και ο προφητικός συγγραφέας του είδους, Ισαάκ Ασίμοφ, έθετε ήδη καίρια ερωτήματα για τη σχέση του ανθρώπου με την τεχνολογία. Και προπαντός για την επικινδυνότητά της με δεδομένο τον παραλογισμό της ανθρώπινης φύσης, την τάση της να εθελοτυφλεί και να χρησιμοποιεί το επίτευγμα για να προκαλέσει ακόμη και τον όλεθρο.
Μισό αιώνα αργότερα έχουν μεσολαβήσει κάθε είδους επιτεύγματα, από την κλωνοποίηση μέχρι τον κυβερνοχώρο και από το ψηφιακό χρήμα μέχρι τις άπειρες εφαρμογές της ψηφιακής τεχνολογίας. Αναδιατυπώνονται, έτσι, τα ίδια ερωτήματα ίσως πιο επιτακτικά από ποτέ αν κρίνει τουλάχιστον κανείς από τις τοποθετήσεις επιστημόνων, επιχειρηματιών, οικονομολόγων, επενδυτικών εταιρειών ακόμη και των ίδιων των γκουρού της τεχνολογίας. Αιτία είναι η επέλαση της τεχνητής νοημοσύνης και ειδικότερα των εφαρμογών του είδους της ChatGPT, ή της «δημιουργικής τεχνητής νοημοσύνης», όπως την έχουν αποκαλέσει, λόγω της δυνατότητάς της να παράγει κείμενο που προσιδιάζει σε ανθρώπινο δημιούργημα και να επικοινωνεί με τον χρήστη.
Βλέπουν, έτσι, διαρκώς το φως της δημοσιότητας μελέτες και εκθέσεις καθώς οι ειδικοί προσπαθούν να προβλέψουν το καινούργιο τοπίο. Τελευταία μέσα στην εβδομάδα, έκθεση της McKinsey που προβλέπει πως η δημιουργική τεχνητή νοημοσύνη θα προσθέτει έως και 4,4 τρισ. δολ. ετησίως στην παγκόσμια οικονομία. Πρόκειται για μία από τις πλέον αισιόδοξες προβλέψεις, που βασίζεται παράλληλα και στην εκτίμηση ότι οι εφαρμογές τύπου ChatGPT θα βοηθήσουν τους εργαζομένους να εξοικονομήσουν από 60% έως 70% του χρόνου της εργασίας τους με αποτέλεσμα τη ραγδαία αύξηση της παραγωγικότητάς τους. Την ίδια στιγμή, όμως, η McKinsey προβλέπει έναν πραγματικό Αρμαγεδδώνα στην παγκόσμια αγορά εργασίας, καθώς εκτιμά πως από το 2030 έως το 2060 θα αντικατασταθούν από τον αυτοματισμό οι μισές θέσεις εργασίας. Ενδεικτικό του πόσο έχουν αλλάξει τα δεδομένα από την εμφάνιση της εφαρμογής ChatGPT είναι το γεγονός ότι μόλις πριν από μερικούς μήνες η McKinsey έκανε την ίδια ακριβώς πρόβλεψη αλλά την τοποθετούσε στο διάστημα από το 2035 έως το 2075. Λίγες ημέρες νωρίτερα είχε προηγηθεί αντίστοιχη μελέτη της Goldman Sachs που προειδοποιούσε επίσης ότι η τεχνητή νοημοσύνη θα εξαφανίσει 300 εκατ. θέσεις εργασίας. Παράλληλα, προέβλεπε πως θα δώσει στις επιχειρήσεις τη δυνατότητα να περιορίσουν το κόστος τους και να αξιοποιήσουν τους πόρους για την ανάπτυξή τους, οδηγώντας τελικά το παγκόσμιο ΑΕΠ σε ετήσια αύξηση 7%. Τις δυσοίωνες εκτιμήσεις συμμερίζεται και το Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ, που από το 2020 τόνιζε ότι «μια νέα γενιά έξυπνων μηχανών, που θα πάρουν ώθηση χάρη στην τεχνητή νοημοσύνη και τη ρομποτική, θα αντικαταστήσουν ενδεχομένως μεγάλη μερίδα των εργασιών που κάνουν σήμερα οι άνθρωποι». Για «βαρύ ανθρώπινο τίμημα» μιλάει και η PricewaterhouseCoopers, που εκτιμά πως «η τεχνητή νοημοσύνη και άλλες μορφές έξυπνου αυτοματισμού θα προσφέρουν τεράστια οικονομικά οφέλη συνεισφέροντας στο παγκόσμιο ΑΕΠ 15 τρισ. δολ.».
Στη μελέτη της για την τεχνητή νοημοσύνη η Goldman Sachs προεξοφλεί πως θα είναι μια ακόμη τεχνολογία που θα ακολουθήσει τον γνώριμο δρόμο κάθε τεχνολογικού επιτεύγματος. Προεξοφλεί εν ολίγοις ότι όπως ο κόσμος κινήθηκε από τους κολοσσιαίους υπολογιστές και έφτασε στη σύγχρονη καθημερινή τεχνολογία προσωπικής χρήσης, κάτι ανάλογο θα γίνει με την τεχνητή νοημοσύνη που θα πάρει τη θέση της στη ζωή των ανθρώπων με καθημερινές χρήσεις των εφαρμογών της. Οι πλέον αισιόδοξοι οπαδοί της τεχνητής νοημοσύνης και γενικότερα των ρηξικέλευθων τεχνολογικών επιτευγμάτων συνηθίζουν, άλλωστε, να αντικρούουν τις προειδοποιήσεις περί απώλειας εκατομμυρίων θέσεων εργασίας εξαιτίας της τεχνητής νοημοσύνης επικαλούμενοι όσα έχουν συμβεί στο παρελθόν: θυμίζουν ότι και παλαιότερα οι βιομηχανικές και τεχνολογικές επαναστάσεις εξαφάνιζαν πολλές θέσεις εργασίας, για να δημιουργήσουν όμως πολύ περισσότερες καινούργιες απλώς διαφορετικές.
Οι έρευνες που έχουν διεξαχθεί έως τώρα σχετικά με τον αντίκτυπο της υψηλής τεχνολογίας στην ευρύτερη κοινωνία φέρνουν στο φως εξαιρετικά δυσάρεστες διαπιστώσεις. Σύμφωνα με ακαδημαϊκή μελέτη που δημοσίευσε το Εθνικό Γραφείο Οικονομικών Ερευνών των ΗΠΑ (NBER), οι τεχνολογίες του αυτοματισμού υπήρξαν κύρια αιτία των οικονομικών ανισοτήτων και της σημαντικής διεύρυνσής τους τα τελευταία 40 χρόνια. Από την εν λόγω έρευνα προκύπτει πως πολλές μεταβολές στη διάρθρωση των μισθών στις ΗΠΑ οφείλονται στην αυτοματοποίηση εργασιών που στο παρελθόν γίνονταν από ανθρώπους. Προκύπτει επίσης πως το 50% έως 70% των μεταβολών που υπέστησαν οι μισθοί στις ΗΠΑ από το 1980 έως σήμερα οφείλονται στην πτώση των μισθών των χειρωνακτικών εργασιών και στην αντικατάστασή τους από τον αυτοματισμό ή στην υποβάθμισή τους εξαιτίας του αυτοματισμού. Η εν λόγω έρευνα διαπιστώνει ειδικότερα πως η τεχνητή νοημοσύνη, η ρομποτική και οι νέες εξελιγμένες τεχνολογίες έχουν ανοίξει κυριολεκτικά ένα χάσμα ανισοτήτων πλούτου και εισοδήματος. Επισημαίνει ειδικότερα πως λόγω αυτών των τεχνολογιών μεγάλος αριθμός αποφοίτων πανεπιστημίου και υπαλλήλων γραφείων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης έχουν βρεθεί στην ίδια μοίρα με τους αποφοίτους λυκείου και τους χειρώνακτες. Οπως χαρακτηριστικά τονίζει, μόνον οι εργαζόμενοι με μεταπτυχιακούς τίτλους σπουδών είδαν τους μισθούς τους να αυξάνονται, ενώ την ίδια στιγμή μειώνονταν ραγδαία οι μισθοί όσων ήταν της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Και το χειρότερο όλων η διαπίστωση πως «τα πραγματικά εισοδήματα όσων εργάζονται με απολυτήριο λυκείου είναι σήμερα κατά 15% χαμηλότερα από τα αντίστοιχα του 1980».
Σε ό,τι αφορά, πάντως, τις εσχατολογικού τύπου προβλέψεις, είναι γεγονός ότι κάποιες από αυτές έχουν αποδειχθεί κινδυνολογίες: μελέτη του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης από το 2013 προέβλεπε ότι το 47% των θέσεων εργασίας στις ΗΠΑ κινδύνευε να χαθεί μέσα σε μια δεκαετία. Αλλά σήμερα μια δεκαετία μετά η ανεργία στις ΗΠΑ βρίσκεται σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα.
Εκατομμύρια εργαζόμενοι θα αλλάξουν επάγγελμα
«Το πιο θλιβερό στη ζωή αυτή τη στιγμή είναι ότι η επιστήμη συγκεντρώνει γνώση πολύ πιο γρήγορα απ’ ό,τι η κοινωνία αποκτά σοφία». Το απόφθεγμα του Ισαάκ Ασίμοφ έχει στην εποχή μας πολύ διαφορετικές αναγνώσεις. Σύμφωνα με τη συμβουλευτική Oliver Wyman, ούτε οι πλέον εξελιγμένες πόλεις του κόσμου δεν είναι έτοιμες για τις ανατροπές που θα φέρει η τεχνητή νοημοσύνη.
50 εκατ. στην Κίνα θα χρειαστούν επανακατάρτιση, 11,5 εκατ. στις ΗΠΑ θα κληθούν να αλλάξουν ειδικότητα.
Οι υπεραισιόδοξοι μπορούν να επικαλεστούν μελέτες όπως του οικονομολόγου Ντέιβιντ Οτορ που εξακρίβωσε πως το 60% των σημερινών εργαζομένων απασχολούνται σε επαγγέλματα που δεν υπήρχαν το 1940. Δηλαδή πάνω από το 85% της αύξησης που σημείωσε η απασχόληση μέσα στα τελευταία 80 χρόνια οφείλεται στα καινούργια επαγγέλματα που δημιούργησαν οι νέες τεχνολογίες. Η έλευση της δημιουργικής τεχνητής νοημοσύνης, όμως, απειλεί και επαγγέλματα που έως τώρα θεωρούσαμε ασφαλή έναντι της επέλασης των ρομπότ και της αυτοματοποίησης. Δεν είναι μόνον οι ταμίες ή οι χειριστές μηχανημάτων και οι εργαζόμενοι σε εργοστάσια που έχουν επανειλημμένως αντικατασταθεί και θα εξακολουθήσουν να αντικαθίστανται από τα ρομπότ. Η τεχνητή νοημοσύνη έχει εφαρμογές στην αρχιτεκτονική και τη μηχανολογία, στις επιχειρήσεις και στις χρηματοπιστωτικές συναλλαγές, στον τομέα υγείας, σε θέματα νομικής φύσης αλλά και στις καλές τέχνες και στο δημιουργικό σχέδιο. Περίπου στα πάντα.
Οπως αναφέρει στην έκθεσή της η McKinsey, εκτιμάται ότι στην Κίνα πάνω από 50 εκατ. εργαζόμενοι θα χρειαστούν νέα επαγγελματική κατάρτιση, ενώ στις ΗΠΑ 11,5 εκατ. άνθρωποι τουλάχιστον θα κληθούν να αλλάξουν ειδικότητα. Εκατομμύρια εργαζόμενοι σε Γερμανία, Ιαπωνία και Βραζιλία θα χρειαστούν βοήθεια για να συνεχίσουν την εργασία τους με τις αλλαγές που θα της έχει επιφέρει η τεχνητή νοημοσύνη, η ρομποτική και οι συναφείς τεχνολογίες. Ερευνα της Wells Fargo έχει προβλέψει από το 2019 ότι η χρήση των ρομπότ θα καταργήσει 200.000 επαγγέλματα στην τραπεζική βιομηχανία μέσα στην επόμενη δεκαετία. Εχει ήδη επηρεάσει τα υψηλόμισθα στελέχη εταιρειών της Wall Street, συμπεριλαμβανομένων των διαπραγματευτών ομολόγων και μετοχών.
Εχουν λόγο να ανησυχούν οι συγγραφείς και οι δημοσιογράφοι και οι συνθέτες μουσικής. Η δημιουργική τεχνητή νοημοσύνη συντάσσει κείμενο με ακαδημαϊκά ή λογοτεχνικά χαρακτηριστικά, ποίηση ή μουσικά κομμάτια. Προπαντός, όμως, έχει πολύ μεγαλύτερο εύρος ανταπόκρισης σε ερωτήσεις του χρήστη και δημιουργεί την ψευδαίσθηση ότι για πρώτη φορά σπάει το φράγμα ανάμεσα στον άνθρωπο και στη μηχανή. Και αυτό συνεπάγεται, όπως επισημαίνει η McKinsey, ότι η τεχνητή νοημοσύνη μπορεί να έχει εφαρμογές σε επαγγέλματα που προϋποθέτουν επικοινωνία με πελάτες, δημιουργία περιεχομένου για μάρκετινγκ και πωλήσεις και στη δημιουργία κώδικα υπολογιστών.
Η αισιοδοξία
Εμφανώς αισιόδοξος για τα οφέλη της τεχνητής νοημοσύνης, ο διευθύνων σύμβουλος της BlackRock, Λάρι Φινκ, εξέφρασε την εκτίμηση πως «η Τ.Ν. έχει τη δυνατότητα να αυξήσει την παραγωγικότητα, η πτώση της οποίας αποτελεί κεντρικό ζήτημα στην παγκόσμια οικονομία». Εφτασε μάλιστα στο σημείο να υποθέσει πως «ίσως θα είναι η τεχνολογία που θα οδηγήσει σε πτώση του πληθωρισμού».
42% των διευθυνόντων συμβούλων επιχειρήσεων εκτιμούν πως η Τ.Ν. θα μπορούσε να καταστρέψει την ανθρωπότητα σε πέντε έως 10 χρόνια.
Η απειλή
Καλώντας την κοινωνία να λάβει μέτρα που θα θέσουν υπό έλεγχο την τεχνητή νοημοσύνη, ο γνωστός ως «νονός της τεχνητής νοημοσύνης» Τζέφρι Χίντον τόνισε πως «πρέπει κατά προτεραιότητα να περιορίσουμε τον κίνδυνο εξαφάνισης της ανθρωπότητας εξαιτίας της Τ.Ν. και να τον αντιμετωπίσουμε όπως τις άλλες απειλές για την κοινωνία, τις πανδημίες και το ενδεχόμενο πυρηνικού πολέμου».
50% των θέσεων εργασίας αναμένεται να έχουν αυτοματοποιηθεί μέχρι το 2060 εξαιτίας της Τ.Ν.
Οι αφελείς
Αναφερόμενος σε όσους επιδιώκουν την απρόσκοπτη ανάπτυξη της τεχνητής νοημοσύνης ως «αφελείς πιστούς», που υποστηρίζουν ότι πρέπει να κάνουμε όλα όσα έχουμε τη δυνατότητα να κάνουμε, ο Τζέφρι Σόνφελντ, καθηγητής του Γέιλ, παρομοίωσε αυτή την κατηγορία οπαδών της Τ.Ν. «με τον Ρόμπερτ Οπενχάιμερ πριν από τη δημιουργία και τη χρήση της ατομικής βόμβας».