Είναι διαπιστωμένο ότι το να μεγαλώνει κανείς στη φτώχεια συνδέεται με τις ανισότητες στις επιδόσεις στην εκπαίδευση, την υγεία και την απασχόληση. Αλλά μία αναδυόμενη σχολή της νευροεπιστήμης εξετάζει το πώς η φτώχεια επηρεάζει τον εγκέφαλο που αναπτύσσεται.
Τα τελευταία 15 χρόνια δεκάδες μελέτες κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι τα παιδιά που μεγαλώνουν σε συνθήκες φτώχειας έχουν λεπτές εγκεφαλικές διαφορές σε σύγκριση με τα παιδιά οικογενειών με περισσότερα μέσα. Κατά μέσο όρο η επιφάνεια στο εξωτερικό στρώμα των κυττάρων είναι μικρότερη ειδικά σε περιοχές που συνδέονται με τη γλώσσα, τον έλεγχο του παλμού, όπως είναι και ο όγκος μίας δομής, που ονομάζεται ιππόκαμπος και είναι υπεύθυνη για τη μάθηση.
Αυτές οι διαφορές δεν αντικατροπτίζουν κληρονομικά ή εγγενή χαρακτηριστικά, αλλά τις συνθήκες στις οποίες τα παιδιά μεγάλωσαν. Οι ερευνητές έχουν υποθέσει ότι συγκεκριμένες πτυχές της φτώχειας- κακής ποιότητας διατροφή, υψηλά επίπεδα στρες, χαμηλή ποιότητα εκπαίδευσης- μπορεί να επηρεάσουν την ανάπτυξη του εγκεφάλου. Αλλά σχεδόν όλη η δουλειά μέχρι σήμερα είναι συσχετιστική. Η φτώχεια είναι η κοινή ρίζα των παραγόντων. Μια μελέτη σε εξέλιξη, που ονομάζεται Baby’s First Years και ξεκίνησε το 2018, στοχεύει να καθορίσει εάν η μείωση της φτώχειας μπορεί να προωθήσει την υγιή ανάπτυξη του εγκεφάλου.
«Κανείς από εμάς δεν πιστεύει ότι το εισόδημα είναι η μόνη απάντηση» λέει ο Δρ. Κίμπερλι Νόμπλ, νευροεπιστήμονας και παιδίατρος στο Columbia University in New York, που είναι εκ των υπευθύνων της έρευνας. «Αλλά με το Baby’s First Years πάμε ένα βήμα πέρα από την συσχέτιση και δοκιμάζουμε κατά πόσο η μείωση της φτώχειας προκαλεί άμεσες αλλαγές στην γνωστική και συναισθηματική ανάπτυξη όπως και στην ανάπτυξη του εγκεφάλου».
Οι ερευνητές έδωσαν σε 1.000 μητέρες με νεογνά που ζουν σε συνθήκες φτώχειας στη Νέα Υόρκη, τη Νέα Ορλεάνη, τη Μινεάπολη, την Όμαχα μία χρεωστική κάρτα με 20 ή 333 δολάρια μηνιαίως, τα οποία μπορούν να χρησιμοποιήσουν όπως θέλουν. Η μελέτη παρακολουθεί την γνωστική ανάπτυξη και την δραστηριότητα του εγκεφάλου των παιδιών σε περίοδο αρκετών ετών χρησιμοποιώντας μία εφαρμογή, η οποία μετράει εγκεφαλικά κύματα με μία συσκευή με 20 ηλεκτρόδια.
Η μελέτη παρακολουθεί επίσης την οικονομική κατάσταση και τις συνθήκες απασχόλησης των μητέρων, δεδομένα για την υγεία τους και τη χρήση φροντίδας παιδιών. Οι ερευνητές εξετάζουν επίσης το πώς τα χρήματα επηρεάζουν την οικογένεια και το πώς η οικογένεια τα ξοδεύει.
Το Baby’s First Years θεωρείται μία τολμηρή προσπάθεια απόδειξης, μέσω μιας τυχαιοποιημένης δοκιμής, μιας αιτιώδους σχέσης μεταξύ της μείωσης της φτώχειας και της ανάπτυξης του εγκεφάλου. Οι σκεπτικιστές αφθονούν. Ο Σάμιουελ Χάμοντ, ιευθυντής της πολιτικής για τη φτώχεια και την ευημερία στο Κέντρο Niskanen στην Ουάσινγκτον, δήλωσε ότι η παρακολούθηση της πηγής τυχόν παρατηρημένων γνωστικών οφελών είναι δύσκολη. «Είναι δύσκολο να διακρίνει κανείς τις παρεμβάσεις που πραγματικά βοηθούν περισσότερο», είπε. Για παράδειγμα, οι ειδικοί της πολιτικής συζητούν εάν ορισμένα προγράμματα παιδικής μέριμνας ωφελούν άμεσα τον εγκέφαλο ενός παιδιού ή απλώς δίνουν τη δυνατότητα στον άνθρωπο που το φροντίζει να βρει δουλειά και να αυξήσει το εισόδημα της οικογένειας, όπως εξήγησε.