Η έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδας κάθε άλλα παρά αισιόδοξη είναι καθώς προβλέπει ότι ο προϋπολογισμός του 2021 θα εμφανίσει έλλειμμα 5,3% ΑΕΠ (από 7% πέρυσι) ενώ το τραπεζικό σύστημα θα βρεθεί αντιμέτωπο με νέα «κόκκινα δάνεια». Από τα ελάχιστα θετικά είνα η εκτίμηση πως φέτος η ανάπτυξη θα τρέξει με ρυθμό 4,2% αν και η πρόβληψη αυτή εμπεριέχει αβεβαιότητες, οι οποίες συνδέονται κατά κύριο λόγο με τις εξελίξεις στο μέτωπο της πανδημίας και την ταχύτητα με την οποία θα προχωρήσει ο εμβολιασμός του πληθυσμού.
Αναφερόμενος στο τοπίο που θα διαμορφωθεί μετά το πέρας της πανδημίας ο διοικητής της ΤτΕ, Γ. Στουρνάρας, ανέφερε ότι η ελληνική οικονομία έχει να αντιμετωπίσει δύο σημαντικούς κινδύνους, την εμφάνιση ενός μεγάλου αριθμού πτωχεύσεων μη βιώσιμων επιχειρήσεων και την κατάργηση πολλών θέσεων εργασίας, κυρίως σε υπηρεσίες διαμεσολαβητικού χαρακτήρα και σε κλάδους εντάσεως εργασίας χαμηλής εξειδίκευσης. Το ενδεχόμενο πτώχευσης μεγάλου αριθμού οριστικά μη βιώσιμων επιχειρήσεων ενέχει σημαντικούς πιστωτικούς κινδύνους (νέα ΜΕΔ) και δημοσιονομικούς κινδύνους (καταπτώσεις κρατικών εγγυήσεων, οριστική διαγραφή χρεών προς το Δημόσιο, εισοδηματική στήριξη στους απολυόμενους εργαζομένους), οι οποίοι επηρεάζουν αρνητικά το χρηματοπιστωτικό τομέα και επιβραδύνουν την επιστροφή στη δημοσιονομική ισορροπία.
Για το λόγο αυτό, όπως εξήγησε, η ελληνική οικονομία αντιμετωπίζει δύο σοβαρές προκλήσεις α) την επίσπευση του ολικού μετασχηματισμού της με στόχο την αύξηση της παραγωγικότητας και με κατεύθυνση την ενίσχυση της ψηφιακής και πράσινης οικονομίας και β) την ταυτόχρονη και ολική αντιμετώπιση του προβλήματος των Μη Εξυπηρετούμενων Δανείων και των αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων. Όσον αφορά την πρώτη πρόκληση, η σωστή αξιοποίηση των ευρωπαϊκών κονδυλίων μέσω του NGEU παρέχει μια μοναδική ευκαιρία για την εφαρμογή των αναγκαίων πολιτικών με στόχο την αλλαγή του παραγωγικού προτύπου της χώρας.
Οσον αφορά το πρόβλημα των «κόκκινων δανείων» ο διοικητής της ΤτΕ επανέλαβε την αναγκαιότητα δημιουργίας μίας «κακής τράπεζας» η οποία θα λειτουργήσει συμπληρωματικά με το πρόγραμμα «Ηρακλής» που έχει εγκρίνει η κυβέρνηση. Και τούτο διότι με την ολοκλήρωση του προγράμματος «Ηρακλής» εντός του 2021, εκτιμάται ότι ο λόγος ΜΕΔ προς το σύνολο των δανείων θα υποχωρήσει περίπου στο 25% και ο μέσος δείκτης κεφαλαιακής επάρκειας χαμηλότερα από τα σημερινά επίπεδα, με ταυτόχρονη αύξηση του ποσοστού των αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων στα συνολικά εποπτικά κεφάλαια. Σε αυτούς τους δείκτες δεν περιλαμβάνονται τα νέα «κόκκινα δάνεια» 8 ως 10 δισ. ευρώ, που αναμένεται να προστεθούν στον υφιστάμενο όγκο.
Προειδοποίησε δε ότι στην περίπτωση που δεν επιλεγεί τελικά η πρόταση της Τράπεζας της Ελλάδος, θα πρέπει να βρεθεί ένας εναλλακτικός τρόπος αντιμετώπισης του προβλήματος των αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων, συνεπής με την κείμενη νομοθεσία περί κεφαλαιακών απαιτήσεων.
Το στοίχημα της οικονομικής πολιτικής
Σύμφωνα με τους συντάκτες της έκθεσης, το στοίχημα της οικονομικής πολιτικής είναι η καταγραφή υψηλών ρυθμών αύξησης του ΑΕΠ, ούτως ώστε οι απώλειες να ανακτηθούν ταχύτερα, η οικονομία να τεθεί σε στέρεη τροχιά ανάπτυξης, η δημοσιονομική ισορροπία να αποκατασταθεί και ο λόγος δημόσιου χρέους προς ΑΕΠ να τεθεί σε καθοδική πορεία.
Για να συμβεί όμως αυτό, πρέπει να συντρέχει ένα ελάχιστο σύνολο βασικών προϋποθέσεων, όπως:
- Αποτελεσματική αξιοποίηση των ευρωπαϊκών κονδυλίων.
- Οριστική και ολιστική αντιμετώπιση του προβλήματος των ΜΕΔ και των αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων.
- Ολοκλήρωση της φορολογικής μεταρρύθμισης με γνώμονα την ελάφρυνση των φορολογικών βαρών και τη δικαιότερη κατανομή τους.
- Αναδιάρθρωση των δημόσιων δαπανών με έμφαση στις παραγωγικές δαπάνες.
- Αύξηση των δημόσιων επενδύσεων.
- Ολοκλήρωση του ψηφιακού μετασχηματισμού της οικονομίας και κοινωνίας.
- Προστασία από μελλοντικές μολυσματικές ασθένειες και αντιμετώπιση των συνεπειών της κλιματικής αλλαγής.