Κάποτε τις Κυκλάδες δεν τις είχε ακόμη ανακαλύψει ο τουρισμός, και αυτές δεν είχαν ακόμα ανακαλύψει εκείνον. Αγνές και ανύποπτες, πορεύονταν αμόλυντα με τους δικούς τους νησιωτικούς κώδικες, τα δικά τους σύμβολα και εργαλεία, τις δικές τους λαλιές και παραδόσεις που είχαν σμιλευτεί μέσα στους αιώνες από τα κύματα και τους αέρηδες. Ζούσαν κάθε πρωί τη δική τους καθημερινή επαγγελία, τον δικό τους καθημερινό κάματο, βουτηγμένες μέσα στο Αιγαίο, τις ευλογίες και τις δυσκολίες του.
Η σύνδεσή τους με τον Πειραιά δεν ήταν εύκολη, δεδομένη και καθημερινή, όπως είναι σήμερα. Ακόμα και η πρωτεύουσα Ερμούπολη χρησιμοποιούσε ξύλινα σκαριά-φορτηγά για τις μεταφορές των αγαθών από και προς τον Πειραιά, ενώ στα περισσότερα κυκλαδονήσια, ελλείψει μώλων, τα ποστάλια έδεναν αρόδο στα λιμάνια, με τους επιβάτες να φτάνουν στην ακτή πάνω σε λάντζες. Υπήρχαν και τα μικρά λιμάνια που δεν τα προσέγγιζε το πλοίο της γραμμής, παρά μόνο τα τρεχαντήρια. Με τη δεκαετία του ’60, όμως, ήρθε η έφοδος του τουρισμού. Και μαζί ήρθε και μια ανεπίστρεπτη αλλαγή.
Μια έκδοση που κυκλοφόρησε την εποχή εκείνη κατέγραψε αυτό το μεταίχμιο ανάμεσα στην αθώα αυθεντικότητα του χθες και την υπόσχεση του πλουτισμού από τον μελλοντικό επισκέπτη, ένα φωτογραφικό λεύκωμα που σήμερα στέκει σαν ανεκτίμητης αξίας μαρτυρία για το πώς ήταν ακόμα τα κυκλαδονήσια πάνω σε αυτή την κρίσιμη καμπή της ιστορικής τους πορείας. Λεγόταν «Κυκλάδες», και αποτελούσε κομμάτι μιας σειράς τουριστικών βιβλίων του εκδοτικού οίκου «Μ. Πεχλιβανίδη & Σία» με τίτλο «Γνωρίσατε την Ελλάδα». Οπως γράφουν οι ίδιοι οι εκδότες στον κολοφώνα, η σειρά «παρουσιάζει αρχαιολογικούς θησαυρούς και τις άπειρες φυσικές καλλονές της Ελλάδος, με περιγραφές ειδικά γραμμένες από διαλεχτούς συγγραφείς μας, με πάνω από εκατό θαυμάσιες φωτογραφίες από τους πιο γνωστούς Ελληνες καλλιτέχνες φωτογράφους».
Στην ίδια σειρά βγήκαν κι άλλα βιβλία. Με τον ίδιο σχεδιασμό, το ίδιο ύφος. Για την Αθήνα, για την Τήνο, την Κέρκυρα, τη Θεσσαλονίκη, την Ηπειρο, κι άλλους τόπους της Ελλάδας. Σήμερα είναι όλα τους σπάνια και δυσεύρετα, λησμονημένα για πάντα σε παλαιοβιβλιοπωλεία και φευγαλέα, κρυμμένα σε προσωπικές συλλογές. Κι όμως, μπορούμε να τα φανταστούμε να στέκονται, εκδοτικά διαμάντια όλα τους, πίσω από τη βιτρίνα της «Ατλαντίδος», στο βιβλιοπωλείο των αδελφών Πεχλιβανίδη, στο ιστορικό εκείνο κτίριο στην οδό Κοραή στο κέντρο της Αθήνας, ίσως ανάμεσα σ’ άλλα μικρά τυπογραφικά αριστουργήματα του ιδίου οίκου: καλοτυπωμένα κόμικς, παιδικά βιβλία με εξαιρετικές εικονογραφήσεις, τα «Κλασσικά Εικονογραφημένα», τα αστυνομικά του Γιάννη Μαρή ή περιοδικά ποικίλης ύλης όπως ο «Θησαυρός». Με την αστική κίνηση της Πανεπιστημίου να αντηχεί ασταμάτητα παραδίπλα, μάλλον θα έμοιαζαν με εισιτήρια για ταξίδια σε τόπους μακρινούς και συναρπαστικούς, ακόμα ανεξερεύνητους. Τα βιβλία αυτά πραγματικά έδιναν ένα πολύχρωμο, λαϊκό, «ποπ» πρόσωπο στα τόσα πολλά περιηγητικά θέλγητρα της χώρας.
Ο πρώτος τόμος της σειράς ήταν αφιερωμένος στην Τήνο, και το εξώφυλλό του χαρακτηριζόταν από το πορτοκαλί χρώμα του. Στην ίδια λογική, αυτή της «χρωματικής κωδικοποίησης», ήταν σχεδιασμένη όλη η σειρά: ο τόμος της Κέρκυρας είχε φόντο κόκκινο, της Αργολίδας σκούρο πράσινο και αυτός των Κυκλάδων βαθύ μπλε, αιγαιοπελαγίτικο. Την καλλιτεχνική τους επιμέλεια είχε ο αθηναιογράφος Κώστας Δημητριάδης, ένας από αυτούς τους συγγραφείς που υπήρξαν παράλληλα και σκιτσογράφοι. Βιβλία του με αθηναϊκά θέματα όπως οι «Παληές γειτονιές» και «Η Αθήνα που ζήσαμε» εκδόθηκαν από την «Εστία», φιλοτεχνημένα με σχέδιά του.
Γυρνώντας τις σελίδες των «Κυκλάδων» μπαρκάρουμε σε ένα εντυπωσιακό φωτογραφικό ταξίδι σε όλη την Ελλάδα της εποχής (η έκδοση χρονολογείται στο 1960), ενώ οι δημιουργοί των εικόνων είναι όλοι τους ιερά τέρατα της ιστορίας της ελληνικής φωτογραφίας. Αποτυπωμένες καλά στις νέες τότε εγκαταστάσεις βαθυτυπίας του εκδοτικού οίκου, οι λήψεις τους μοιάζουν λες και γεννήθηκαν μέσα σε αυτά τα φύλλα χαρτί, που όταν τα ξεφυλλίζουμε γινόμαστε κοινωνοί μιας μαγευτικής παρέλασης από τοπιογραφίες, προσωπογραφίες και πολύτιμες μαρτυρίες της καθημερινής νησιώτικης ζωής μιας άλλης εποχής, που έχει ανεπίστρεπτα φύγει.
Σπάνιες φωτογραφίες από το ανεκτίμητης αξίας λεύκωμα με τίτλο «Κυκλάδες», που κυκλοφόρησε τη δεκαετία του ’60 ο εκδοτικός οίκος «Μ. Πεχλιβανίδης & Σία».
Βαριές υπογραφές
Οι υπογραφές των εικόνων είναι βαριές: η Μαρία Χρουσάκη, ο Σπύρος Μελετζής, ο Δημήτρης Χαρισιάδης και ο Παύλος Μυλώφ μας προσφέρουν μια σειρά εικόνες που φαντάζουν εξωπραγματικές. Τεκμήρια από τόπους και χρόνους απίθανους, μοιάζουν λες και ανήκουν στη σφαίρα του φανταστικού.
Πρωταγωνιστεί ανάμεσά τους η μελαγχολική ποίηση της Μαρίας Χρουσάκη (1899-1972), που τρυπώνει στα πέτρινα σοκάκια της Κιμώλου και του Κάστρου της Σίφνου και βρίσκει εκεί μοναχικές γυναικείες ή παιδικές μορφές να περπατούν σιωπηλά μέσα σε ένα διάκοσμο όπου ο τουρισμός μοιάζει σαν επιθετικός επισκέπτης από ένα απειλητικό μέλλον. Η ματιά της κατηφορίζει μεθυστικά στα καλντερίμια που ξεχύνονται σαν ποτάμια από την Ανω Σύρο ώς την Ερμούπολη και φτάνει μέχρι την αυλή της οικίας του ποιητή Αριστομένη Προβελέγγιου στα Εξάμπελα της Σίφνου. Ανάμεσα στις μαγικές εικόνες της Χρουσάκη συναντάμε διάσπαρτα και τις περιπλανήσεις των άλλων μεγάλων φωτογράφων της έκδοσης, όπως σε εκείνη τη σαγηνευτική εικόνα του Σπύρου Μελετζή, όπου τρεις Ανδριώτες ψαράδες ξαποσταίνουν στο τραπέζι μιας ταβέρνας πάνω στην αμμουδιά του Νημποριού. Η έκδοση όμως απογειώνεται από τις έντεκα σελίδες της εισαγωγής του συγγραφέα-δημοσιογράφου Βασίλη Λ. Καζαντζή. Σήμερα, λίγοι θα αναγνωρίζουν το όνομά του. Ισως κάποιοι από τους πιο παλιούς να θυμούνται πως έγραφε για χρόνια στις «Εικόνες» και στα «Επίκαιρα» της δεκαετίας του ’50 και του ’60 με το ψευδώνυμο «index» και πως ήταν από τους πρώτους δημοσιογράφους της ελληνικής τηλεόρασης, όταν στα πειραματικά της πρώτα βήματα, στην έκθεση της Θεσσαλονίκης, τον Σεπτέμβρη του 1960, είχε συστήσει στο κοινό την Αλίκη Βουγιουκλάκη. Ο Καζαντζής υπήρξε επίσης υπάλληλος του Βρετανικού Συμβουλίου και παραγωγικότατος μεταφραστής. Ηταν ο δεύτερος σύζυγος της επίσης μεταφράστριας, ηθοποιού Τασσώς Καββαδία.
Η περίτεχνη, λυρική γραφή του στις «Κυκλάδες» των αδερφών Πεχλιβανίδη είναι ένας άγνωστος θησαυρός της ταξιδιωτικής μας φιλολογίας. Παρέα με τις εξαιρετικές εικόνες των μεγάλων φωτογράφων και τη φτιαγμένη με τόσο πολλή προσοχή, τεχνική κι αγάπη έκδοση των σπουδαίων εκδοτών, συνιστά μια καλλιτεχνική συνάντηση δημιουργικών γιγάντων της εποχής και μια ελεγειακή ωδή στη χαμένη αθωότητα του Αιγαίου. Μια ωδή που, σήμερα, εξήντα ολόκληρα χρόνια μετά τη δημιουργία της, μοιάζει ακόμα επίκαιρη και επείγουσα.
Τα παρακάτω λόγια του μεγάλου γραφιά Βασίλη Λ. Καζαντζή από την εισαγωγή του στην έκδοση, τη συνοψίζουν διαισθητικά, διορατικά, αλλά πάνω απ’ όλα, πολύ συγκινητικά: «…Οταν ο καλός Θεός σκόρπισε όλα τούτα τα γιγάντια βότσαλα καταμεσίς στο Αιγαίο, δεν είχε ακόμα κάνει τον άνθρωπο. Κι όταν τον έκανε δε φανταζότανε ίσως σε τι σημείο θάφτανε και πού θα τον πήγαινε το ξύπνιο του το μυαλό. Μα τώρα πια, στα χρόνια μας, που γεφυρώσαμε τους ωκεανούς και δέσαμε τη γη μας με τ’ αστέρια, τούτα τα νησιά τα Κυκλαδίτικα σε λίγο θάχουν άλλην όψη. Πριν τα φανταστούμε τέτοια που θάναι αύριο, ας τα χαρούμε τέτοια πούναι τώρα».