Με «ηλικιακό φόρο» παρομοιάζει το «επεισόδιο» πληθωρισμού που σημειώθηκε τα έτη 2021-2022 το τελευταίο ερευνητικό δελτίο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.
Ο λόγος που οι οικονομολόγοι της ΕΚΤ (F. Pallotti, G. Paz-Pardo, J. Slacalek, O. Tristani και G. Violante) κάνουν λόγο για «ηλικιακό φόρο» είναι ότι, ενώ το ράλι ακρίβειας χτύπησε το μεγαλύτερο μέρος του ευρωπαϊκού πληθυσμού, τελικά οι συνταξιούχοι φαίνεται ότι ήταν οι μεγαλύτεροι χαμένοι:
το βιοτικό τους επίπεδο επλήγη από τη μείωση της αγοραστικής τους δύναμης αλλά και από την πτώση της πραγματικής αξίας των περιουσιακών τους στοιχείων.
Τι έχασε το μέσο νοικοκυριό της Ευρωζώνης
«Η αιφνιδιαστική αύξηση του πληθωρισμού το 2021-22 είχε σημαντικό αντίκτυπο στα νοικοκυριά της Ζώνης του Ευρώ. Μείωσε τα πραγματικά εισοδήματα και τον καθαρό πλούτο των περισσότερων νοικοκυριών, καθώς δεν υπήρξε άμεση αύξηση των ονομαστικών μισθών και συντάξεων, των ονομαστικών τιμών των κατοικιών και της ονομαστικής αξίας των ομολόγων, των καταθέσεων, των μετρητών και του χρέους μετά την άνοδο του επιπέδου των τιμών. Αυτό επηρέασε την παρούσα και τη μελλοντική κατανάλωση των νοικοκυριών και συνεπώς την ευημερία τους» παραδέχεται η ΕΚΤ.
Όπως διαπιστώνει η ΕΚΤ, την περίοδο 2021-2022 οι απώλειες ευημερίας που υπέστη το μέσο νοικοκυριό στη Ζώνη του Ευρώ ανήλθαν σε περίπου 4% του διαθέσιμου εισοδήματος – δηλαδή μεγαλύτερες από ό,τι σε μια τυπική ύφεση.
Ωστόσο, τις μεγαλύτερες απώλειες υπέστησαν οι συνταξιούχοι, επειδή τείνουν να κατέχουν μεγαλύτερα ποσά ονομαστικών περιουσιακών στοιχείων (όπως μετρητά και καταθέσεις) και η πραγματική αξία αυτών των περιουσιακών στοιχείων είναι ευαίσθητη στις αυξήσεις των τιμών.
Περισσότερο πιέστηκαν οι συνταξιούχοι μεσαίου εισοδήματος, οι οποίοι υπέστησαν “απώλειες ευημερίας” που αντιστοιχούν στο 11% του εισοδήματός τους το 2021-22.
Συγκριτικά, οι συνταξιούχοι με χαμηλά εισοδήματα, οι οποίοι κατέχουν μικρότερο πλούτο, και οι συνταξιούχοι με υψηλά εισοδήματα, οι οποίοι κατέχουν περισσότερα πραγματικά περιουσιακά στοιχεία, όπως κατοικίες, είχαν μικρότερες απώλειες ευημερίας.
Σε ότι αφορά στους εργαζόμενους, τα φτωχότερα νοικοκυριά υπέστησαν μεγαλύτερες απώλειες, επειδή μεγαλύτερο μέρος του προϋπολογισμού τους δαπανάται για τρόφιμα και ενέργεια, τα οποία κατέγραψαν απότομες αυξήσεις τιμών.
Υπάρχουν και κερδισμένοι
Αντίθετα, τα νοικοκυριά με μακροπρόθεσμο χρέος (όπως τα ενυπόθηκα δάνεια) επωφελήθηκαν από το υψηλότερο επίπεδο τιμών λόγω της μείωσης της πραγματικής αξίας των υποχρεώσεών τους.
Όπως σημειώνει η έκθεση «τα νεότερα και υπερχρεωμένα νοικοκυριά επωφελήθηκαν από τη μείωση της πραγματικής αξίας των υποχρεώσεών τους… Πράγματι, δεν ήταν όλοι καθαρά χαμένοι: ενώ περίπου το 70% των νοικοκυριών υπέστησαν ζημία, τα υπόλοιπα αποκόμισαν μέτρια κέρδη.»
Επίσης, υπάρχουν σημαντικές διαφοροποιήσεις από κράτος σε κράτος. Η οικονομολόγοι της ΕΚΤ ανέλυσαν την κατάσταση στις τέσσερις μεγαλύτερες οικονομίες της Ευρωζώνης και διαπίστωσαν ότι οι απώλειες της ευημερίας για το μέσο νοικοκυριό κυμαίνονταν από 3% του διαθέσιμου εισοδήματος στη Γαλλία και την Ισπανία έως 8% στην Ιταλία.
Οι αποκλίσεις μεταξύ των χωρών οφείλονται στις διαφορές στο τελικό επίπεδο του πληθωρισμού, στην κατανομή του καθαρού πλούτου και στις δημοσιονομικές πολιτικές.