Τον οδικό χάρτη για να μη πέσει ξανά «στα βράχια» η Ελλάδα μέχρι το 2070, περιγράφει η στρατηγική χρηματοδότησης του Οργανισμού Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους.
Για το 2024, παρότι πριν μόλις ένα μήνα η Eurostat «φόρτωσε» (στατιστικά) την Ελλάδα με «στατιστικό» χρέος 13,5 δισ. ευρώ (το οποίο έρχεται από το 2013 αλλά έχει πάρει αναβολή για να αποπληρωθεί μετά το 2032) η χώρα μας κατάφερε να μειώσει το χρέος γενικής κυβέρνησης. Το χρέος όμως μειώθηκε όχι μόνο ως ποσοστό του ΑΕΠ λόγω ανάπτυξης και πληθωρισμού, αλλά και σε απόλυτα μεγέθη, δηλαδή σε δισεκατομμύρια ευρώ. Στο τέλος του 2024 το δημόσιο χρέος έπεσε στα 365 δισ. ευρώ ή 154% του ΑΕΠ, από 369 δισ. ή 164% του ΑΕΠ το 2023. Μειώθηκε κατά 4 δισ. ευρώ ή 10 μονάδες του ΑΕΠ σε 1 χρόνο. Και παρά την στατιστική επαύξηση χρέους η οποία επήλθε το 2024 για την Ελλάδα, η χώρα μας εμφανίζει μακράν τη μεγαλύτερη επίδοση σε μείωση χρέους σε όλη την ΕΕ, κατά 56 μονάδες ως προς το ΑΕΠ από το 2020.
Για το 2025 ο Οργανισμός Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους σχεδιάζει να αντλήσει 8 δισ. ευρώ από τις αγορές. Είναι μόλις 1% του συνολικού δανεισμού που σχεδιάζουν για το 2025 όλη η Ευρώπη (περί τα 800 δισ. τα εθνικά κράτη-μέλη μαζί με Κομισιόν και EFSF).
• η Ελλάδα το 2024 θα έχει το 4ο μεγαλύτερο πρωτογενές πλεόνασμα στην ΕΕ, ενώ το 2025 το 3ο μεγαλύτερο (ενώ σχεδόν όλη η υπόλοιπη ευρωζώνη είχε και έχει ελλείμματα)
• τα πρωτογενή πλεονάσματα στηρίζονται κυρίως στη συγκράτηση των κρατικών δαπανών, όπου η Ελλάδα είναι τα τελευταία χρόνια εμφανίζει τη μεγαλύτερη συγκράτηση (περίπου -5,5% σε 3 χρόνια).
• για πληρωμές τόκων «προς τρίτους» το ελληνικό δημόσιο θα δαπανήσει 4,1% του ΑΕΠ, ενώ η Ιταλία 8,3% του ΑΕΠ, Ισπανία 5,9% και Πορτογαλία 4,7%.
Στη γενική «σούμα» το 2025 το δημόσιο χρέος προβλέπεται να αυξηθεί σε απόλυτα μεγέθη κατά 197 εκατομμύρια ευρώ. Στην πραγματικότητα θα μειωνόταν πάνω από 5 δισ. ευρώ, αν το κράτος δεν «έμπαινε» ως ενδιάμεσος στα δάνεια του Ταμείου Ανάκαμψης για τις επιχειρήσεις. Ενώ «φορτώνεται» το 2025 5,496 δισ. όμως, το χρέος αυτό έχει «κάλυψη» και αντίκρυσμα σε μετοχές ή άλλα περιουσιακά στοιχεία που του δίνουν οι επιχειρήσεις, ως αντάλλαγμα σε περίπτωση που δεν αποπληρώσουν οι ίδιες τα δάνεια που άντλησαν.
Με όλα τα παραπάνω δεδομένα πάντως, σήμερα η μέση διάρκεια αποπληρωμής του χρέους της φτάνει σχεδόν στα 19 χρόνια, δηλαδή 2 με 3 φορές μεγαλύτερη από Ιταλία, Ισπανία, Πορτογαλία, Ιρλανδία και Κύπρο με τις οποίες συγκρίνουν συνήθως τη χώρα μας οι ξένοι επενδυτές.
Όλα αυτά οδηγούν σε μια ομαλή ροή αποπληρωμής του χρέους που, ακόμα και στο αρνητικό (εναλλακτικό) σενάριο με δυσοίωνες προβλέψεις για την ανάπτυξη στα επόμενα χρόνια (όχι ύφεση αλλά κάτω από μισή ή μία μονάδα αύξηση του ΑΕΠ ετησίως), δείχνει να έχει συνεχή πτωτική πορεία χωρίς να «σκαλώνει» πουθενά σε καμία χρονιά.