Η ταβέρνα του Φώτη Στεργίου, του επονομαζόμενου «Πατσά» άνοιξε το 1927 δίπλα στα παλαιά σφαγεία της Πάτρας και κατάφερε να καθίσει στα τραπέζια του το πρωί και το μεσημέρι την εργατιά και το βράδυ την αριστοκρατία. Το μαγαζί που λειτουργούσε από νεαρός, έγινε γνωστό ως η «Ταβέρνα του Πατσά» καθώς ο ίδιος, είχε εισπράξει λόγω της σπεσιαλιτέ του το παρατσούκλι «Πατσάς» το οποίο τον συνόδευε σε όλο το βίο του.
Τον πατσά όπως και τα υπόλοιπα κρέατα τα έπαιρνε από δίπλα σε πολύ καλές τιμές λόγω και της γειτνίασης.
«Ήταν μάστορας στον πατσά» λέει ο εγγονός του Σπύρος Στεργίου, πρώην πρόεδρος του ΣΚΕΑΝΑ ο οποίος κόλλησε το μικρόβιο της εστίασης. «Έβραζε χωρίς καπάκι και για να μην μυρίζει έβαζε τρία πιάτα από πάνω, τα οποία εξακολουθούσαν να είναι εκεί καθόλη τη διάρκεια του βρασμού. Τον μοσχαρίσιο πατσά τον σερβίριζε βραστό με σκορδοστούμπι, λεμόνι ή ντομάτα».
Στην «ταβέρνα του πατσά», έβρισκες και τον κρασομεζέ του φτωχού, ξινόμηλο χτυπητό με κουτάλι και αλατοπίπερο, αλλά και τα «βρωμάκια» όπως είχε βαφτίσει τους μεζέδες που φύλαγε στο ψυγείο του πάγου, δηλαδή μαγειρεμένα κόκαλα με υπολείμματα κρέατος, που τα καθάριζαν όσοι είχαν άδειες τσέπες για να πίνουν τον κρασί τους.
Η πελατεία της ταβέρνας ήταν δύο ταχυτήτων. Από το πρωί έως το μεσημέρι πήγαιναν οι εκδοροσφαγείς, οι καροτσαραίοι, οι εργάτες των σφαγείων, αλλά και οι εργάτες από τα εργοστάσια της περιοχής, όπως του Λαδόπουλου, που έτρωγαν εκεί στο διάλειμμά τους. Τις πρωινές ώρες, το μαγαζί διαμορφωνόταν με πάγκους αντί για καρέκλες. Το απόγευμα και το βράδυ έφταναν τα μεγάλα πορτοφόλια: ο Λαδόπουλος, ο Κρητικός, ο Μαραγκόπουλος, ο Πραπόπουλος, ο Μακρυκώστας, ο Σπηλιόπουλος, συνήθως με πολλούς καλεσμένους τους από την Ελλάδα ή το εξωτερικό, για αυτό και ο Φώτης ο Πατσάς, έστρωνε μεγάλα τραπέζια.
Το μαγαζί λειτούργησε έως το 1965.