Περιθώριο για αυξήσεις μισθών στην Ελλάδα, χωρίς σημαντικές πληθωριστικές πιέσεις, διαπιστώνει μελέτη που δημοσιεύει η Τράπεζα της Ελλάδος στο οικονομικό δελτίο της. Σύμφωνα με τις συντάκτριες της μελέτης για τη στενότητα στην αγορά εργασίας κατά τη μεταπανδημική εποχή, Αναστασία Θεοφιλάκου και Μελίνα Βασαρδάνη, οι πραγματικές αμοιβές εργασίας ανά εργαζόμενο υστερούν του επιπέδου παραγωγικότητας της εργασίας, ενώ παραμένουν κάτω από τα προπανδημικά επίπεδά τους, γεγονός που υποδηλώνει ότι θα μπορούσε να γίνει ανεκτή κάποια περαιτέρω αναπροσαρμογή των πραγματικών μισθών βραχυπρόθεσμα χωρίς πληθωριστικές επιπτώσεις.
Ειδικότερα, όπως σημειώνει ρεπορτάζ της Καθημερινής, η μελέτη αναλύει τον βαθμό στενότητας της αγοράς εργασίας και τις επιπτώσεις του στους μισθούς, τον πληθωρισμό και τη νομισματική πολιτική σε δύο μεγάλες ανοιχτές οικονομίες, των ΗΠΑ και της Ευρωζώνης, και σε μια μικρή ανοιχτή οικονομία, της Ελλάδας, όπου έχουν γίνει σημαντικές μεταρρυθμίσεις της αγοράς εργασίας, για να διερευνηθεί αν οι εξελίξεις στην αγορά εργασίας μετά την πανδημία έχουν κοινά ή ιδιοσυγκρασιακά χαρακτηριστικά.
Τα αποτελέσματα της ανάλυσης δείχνουν ότι τα μέτρα στήριξης για την αντιμετώπιση της πανδημίας και της ενεργειακής κρίσης έχουν συμβάλει στην αποσύνδεση της ανεργίας από τις κυκλικές διακυμάνσεις, με τη μεταξύ τους απόκλιση να μειώνεται το 2023. Η στενότητα της αγοράς εργασίας στη μεταπανδημική εποχή οφείλεται κυρίως στη σταθερή αύξηση της ζήτησης εργασίας, ενώ η προσφορά εργασίας έχει επανέλθει στα προπανδημικά επίπεδα ή τα έχει υπερβεί στις ΗΠΑ, στην Ευρωζώνη και στην Ελλάδα.
Οι πραγματικές αμοιβές εργασίας ανά εργαζόμενο υστερούν του επιπέδου παραγωγικότητας της εργασίας και στις τρεις οικονομίες, ενώ παραμένουν κάτω από τα προπανδημικά επίπεδά τους στην Ευρωζώνη και στην Ελλάδα. Συνεπώς εκτιμάται ότι στις οικονομίες αυτές θα μπορούσε να γίνει ανεκτή κάποια περαιτέρω αναπροσαρμογή των πραγματικών μισθών βραχυπρόθεσμα χωρίς πληθωριστικές επιπτώσεις.