Δεν είναι η πρώτη φορά που ο «Κανένας» κάνει την εμφάνισή του στις δημοσκοπήσεις. Είναι πια τόσο συχνή η παρουσία του, που τα μεγάλα του ποσοστά στον δείκτη καταλληλόλητας όχι μόνο δεν εντυπωσιάζουν, αλλά θεωρούνται απολύτως αναμενόμενα.
Η πρώτη του ουσιαστική άνοδος, σε ποσοστό 60% μεσούσης της οικονομικής κρίσης, ήταν ενδεικτική της αποστροφής των πολιτών προς το πολιτικό σύστημα – αποτέλεσμα και των όσων εξελίσσονταν τόσο εντός όσο και εκτός Βουλής.
Η άνοδος του ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία δεν επέτρεψε στον «Κανένα» να ξαναφτάσει σε τέτοια μεγέθη, καθώς λειτούργησε εκτονωτικά για ένα κομμάτι της κοινωνίας απέναντι στα παραδοσιακά κόμματα εξουσίας, ωστόσο αργότερα ο «Κανένας» έγινε μέτρο επίδοσης και δημοτικότητας για τον Αλέξη Τσίπρα, μέχρι να «δυναμώσει» το αντιπολιτευτικό κύμα της ΝΔ και του Κυριάκου Μητσοτάκη.
Από το 2019 έως σήμερα
Από το 2019 μέχρι το 2023 ο «Κανένας» αποτελούσε απόδειξη ενός αποδυναμωμένου δικομματισμού: ο Μητσοτάκης ήταν σταθερά μπροστά στην ερώτηση «ποιος είναι καταλληλότερος για πρωθυπουργός», αυξάνοντας ή μειώνοντας το ποσοστό του ανάλογα με τις θεματικές της επικαιρότητας, ενώ ο «Κανένας» περνούσε και το ποσοστό του Αλέξη Τσίπρα, προαλείφοντας και το αποτέλεσμα των εκλογών, που οδήγησε στις αλλαγές στην ηγεσία της αξιωματικής αντιπολίτευσης και έπειτα σε μια μεταβατική περίοδο που έφερε με ανορθόδοξο τρόπο το ΠΑΣΟΚ του Νίκου Ανδρουλάκη στη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης.
Στην τελευταία δημοσκόπηση από τη Metron Analysis για το Mega, από τις πρώτες μετά τις τελευταίες εξελίξεις, ο «Κανένας» κερδίζει με 34% τον Κυριάκο Μητσοτάκη, που στον πέμπτο χρόνο διακυβέρνησης πιάνει 30%, δείχνοντας δηλαδή αυξητική τάση, ενώ οι αντίπαλοί του μετριούνται σε μονοψήφια ποσοστά, με μεγαλύτερο του Νίκου Ανδρουλάκη στο 8%.
Υπάρχει ή είναι εφεύρημα;
Εχει νόημα να μιλάμε ακόμα για τον «Κανένα»; Για πολλούς αναλυτές, ειδικά σε ένα περιβάλλον παράλληλων κρίσεων, ο «Κανένας» αναδεικνύει και σήμερα το έλλειμμα αντιπροσώπευσης, την απουσία σύνδεσης μεγάλων τμημάτων του πληθυσμού με τις πολιτικές ηγεσίες, την έλλειψη οραματικού λόγου, καθώς και την αδυναμία των πολιτικών αρχηγών να εμπνεύσουν.
Για άλλους, που έχουν πάψει εδώ και χρόνια να του δίνουν σημασία, είναι λάθος μεθοδολογικό, καθώς αντίστοιχες ερωτήσεις σε έρευνες του εξωτερικού βασίζονται σε δίπολα και δεν αφήνουν περιθώριο αυθόρμητων απαντήσεων που ανεβάζουν τον «Κανένα» ψηλά – ή, ακόμα χειρότερα, δημοσιογραφικό εφεύρημα. Ο,τι από αυτά κι αν ισχύει στ’ αλήθεια, για τη ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ αυτής της περιόδου ο «Κανένας» είναι παγίδα, αλλά και ευκαιρία.
Για τον Κυριάκο Μητσοτάκη
Το πρώτο συμπέρασμα για τα ευρήματα στην καταλληλότητα εξηγούνται λογικά: αυτή την περίοδο δεν υπάρχει ακόμα κανείς που να μπορεί να αναμετρηθεί με ισότιμους όρους με τον σημερινό Πρωθυπουργό – ο βασικός του κοινοβουλευτικός αντίπαλος, ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ, σκοράρει ακόμα χαμηλά σε εμπειρία, ενώ οι ανακατατάξεις στον ΣΥΡΙΖΑ μόλις τελείωσαν, άρα όσο ικανός κι αν αποδειχτεί ο νέος αρχηγός του, αυτή τη στιγμή δεν μπορεί να πείσει πως μπορεί να είναι αξιόμαχος αντίπαλος. Για τον ίδιο τον Μητσοτάκη, το ποσοστό του «Κανενός» είναι υπενθύμιση πως κυβερνητική φθορά όντως υπάρχει, ωστόσο ακόμα δεν έχει βρει εκφραστή.
Εχει όμως και δεύτερη ανάγνωση, καθώς ένα σημαντικό μέρος εκείνων που απαντούν στις έρευνες, περίπου το 1/3 των ερωτώμενων, επιλέγουν να μην πουν το όνομά του, ακόμα κι αν αυτό σημαίνει πως δεν θα πουν και κανένα άλλο. Οσο δεν υπάρχει κάποιος που καρπώνεται τη φθορά, που αφορά και το πρόσωπο, μια δυνητικά επικίνδυνη τάση βρίσκεται ακόμα «υπό έλεγχο», ειδικά για έναν Πρωθυπουργό που θεωρείται πως λειτούργησε προωθητικά για το κόμμα του με ανοίγματα πέραν του στενού του ακροατηρίου όταν κέρδισε τις εκλογές. Γι’ αυτόν, η παγίδα είναι πως δεν αποκλείεται να θεωρήσει πως η κυριαρχία του δεν δέχεται αμφισβήτηση, να υποεκτιμήσει τα κοινωνικά ρεύματα ειδικά στον χώρο του Κέντρου που εκφράζουν δυσαρέσκεια για την καθημερινότητά τους ή ακόμα και την κούραση από τη διαρκή του παρουσία.
Για το ΠΑΣΟΚ
Για τον Νίκο Ανδρουλάκη, το ποσοστό του «Κανενός», σε συνδυασμό με το δικό του χαμηλό, ανοίγει στη θεωρία ένα παράθυρο ευκαιρίας ώστε να απευθυνθεί το επόμενο διάστημα σε ψηφοφόρους που ζητούν εκφραστή – και οι οποίοι αυτοτοποθετούνται σε έναν πολιτικό χώρο που δεν είναι δυσπρόσιτος για τον πρόεδρο του ΠΑΣΟΚ. Το περιθώριο είναι μεγάλο, καθώς, όπως αναφέρει ο ίδιος ο Ανδρουλάκης, «δεν έχει κυβερνήσει ούτε μια μέρα», δηλαδή μεταξύ άλλων κερδίζει σε όσους αναζητούν να δοκιμάσουν κάποιο διαφορετικό πρόσωπο χωρίς να ριψοκινδυνεύσουν, μια και το ΠΑΣΟΚ δεν είναι άγνωστη ή αντισυστημική πολιτική δύναμη.
Αντιστοίχως, κινδυνεύει να πιστέψει πως τα ποσοστά του «Κανενός», αλλά και γενικά ο δείκτης καταλληλότητας, δεν έχουν σημασία όταν έρθει η ώρα της κάλπης, λαμβάνοντας υπόψη μόνο τα παραδείγματα εκείνων των πρωθυπουργών που κέρδισαν εκλογές χωρίς να «σκοράρουν» ψηλά προτού βρεθούν σε θέση εξουσίας. Η μάχη μεταξύ της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ, ωστόσο, δίνεται και επίπεδο προγράμματος, με τον έναν να απαντάει στον άλλο, όπως φάνηκε και στις αλλαγές στα εργασιακά, με κοστολογημένες λύσεις – ένας δείκτης που εκπέμπει αξιοπιστία και σε επίπεδο προσώπου δεν είναι, άρα, αμελητέος.