Σε βίντεο, που κυκλοφορεί στα κοινωνικά δίκτυα και επανέρχεται στο φως της δημοσιότητας, εμφανίζεται ο τότε πρόεδρος της Συρίας, έναν χρόνο αφότου ξέσπασε ο εμφύλιος στη χώρα του, να επικρίνει σε έντονο τόνο όσους δεν μένουν στη χώρα, θίγοντας μάλιστα το ζήτημα της διαφθοράς.
«Ποιος φεύγει; Ο διεφθαρμένος που έχει πάρει χρήματα»
Μέσα από τις τότε δηλώσεις του αποδεικνύεται προφητικός όσο και αντιφατικός εάν εξετάσει κανείς τα υφιστάμενα δεδομένα.
«Ποιος φεύγει;» αναρωτιέται για να απαντήσει λίγο αργότερα ο ίδιος στην τηλεοπτική συνέντευξη που είχε δώσει: «ο διεφθαρμένος, εκείνος που έχει πάρει χρήματα, οπότε είναι διεφθαρμένος. Εκείνος που δέχεται απειλές από τρομοκράτες ή από άλλα κόμματα. Που βλέπει ότι δεν έχει ένα λαμπρό μέλλον μπροστά του».
Ο πρώην πρόεδρος της Συρίας είχε υποστηρίξει ότι οι άνθρωποι που φεύγουν από τη χώρα είναι «δειλοί», λέγοντας ότι οι «καλοί και οι πατριώτες δεν φεύγουν».
Πώς ο Άσαντ τους ξεγέλασε όλους με ψέματα και διέφυγε στη Ρωσία
Το προηγούμενο Σάββατο, λίγες ώρες πριν διαφύγει για τη Μόσχα, ο Άσαντ διαβεβαίωσε, σε μια συνάντηση, περίπου 30 επικεφαλής του στρατού και των υπηρεσιών ασφαλείας στο υπουργείο Άμυνας, ότι η ρωσική στρατιωτική υποστήριξη βρισκόταν καθ’ οδόν για τη Συρία και προέτρεψε τις χερσαίες δυνάμεις να αντέξουν, σύμφωνα με έναν διοικητή που ήταν παρών στις συζητήσεις.
Όταν τελείωσε τη δουλειά του, ο Άσαντ ενημέρωσε τον στον διευθυντή του προεδρικού του γραφείου, ότι θα πήγαινε σπίτι του, αλλά αντ’ αυτού κατευθύνθηκε στο αεροδρόμιο, σύμφωνα με σύμβουλο του στενού του κύκλου.
Τηλεφώνησε επίσης στη σύμβουλο επικοινωνίας του και της ζήτησε να πάει στο σπίτι του για να του γράψει μια ομιλία. Όταν όμως έφτασε εκεί, δεν βρήκε κανέναν.
Το Reuters δεν κατάφερε να επικοινωνήσει με τον Άσαντ στη Μόσχα, όπου του έχει χορηγηθεί πολιτικό άσυλο, για να επιβεβαιώσει ή να διαψεύσει τα παραπάνω.
Σύμφωνα με όσα αποκάλυψαν άτομα που έχουν γνώση για τις κινήσεις του τις τελευταίες ημέρες και ώρες της εξουσίας του, δίνουν την εικόνα ενός ηγέτη που αναζητούσε εξωτερική βοήθεια για να παρατείνει την 24χρονη κυριαρχία του, πριν επιλέξει τη μυστικοπάθεια και την εξαπάτηση των συνεργατών του (από βοηθοί στον στενό του κύκλο, μέχρι περιφερειακούς διπλωμάτες και ανώτερους Ιρανούς αξιωματούχους), για να σχεδιάσει την αποχώρησή του από τη Συρία τις πρώτες πρωινές ώρες της Κυριακής.
Στο σκοτάδι ακόμα και ο αδερφός με τα ξαδέρφια του
Ο Άσαντ δεν ενημέρωσε καν τον μικρότερο αδελφό του, τον Μάχερ, διοικητή της επίλεκτης 4ης τεθωρακισμένης μεραρχίας του στρατού, για το σχέδιο αποχώρησής του, σύμφωνα με τρεις βοηθούς. Ο Μάχερ πέταξε με ελικόπτερο στο Ιράκ και στη συνέχεια στη Ρωσία, αποκάλυψε μια από τις πηγές.
Τα ξαδέλφια του Άσαντ από την πλευρά της μητέρας του, ο Εχάμπ και ο Εϊάντ Μακλούφ, έμειναν επίσης πίσω, όταν η Δαμασκός έπεσε στους αντάρτες, σύμφωνα με έναν Σύρο βοηθό και έναν Λιβανέζο αξιωματούχο ασφαλείας.
Οι δυο τους προσπάθησαν να διαφύγουν με αυτοκίνητο προς το Λίβανο, αλλά έπεσαν σε ενέδρα από αντάρτες που πυροβόλησαν τον Εχάμπ και τραυμάτισαν τον Εϊάντ, χωρίς να προκύψει περαιτέρω ενημέρωση για την κατάσταση της υγείας τους.
Ο ίδιος ο Άσαντ διέφυγε από τη Δαμασκό με αεροπλάνο την Κυριακή 8 Δεκεμβρίου, πετώντας κάτω από τα ραντάρ με τον αναμεταδότη του αεροσκάφους απενεργοποιημένο, δήλωσαν δύο περιφερειακοί διπλωμάτες, ξεφεύγοντας από τα «νύχια» των ανταρτών που έκαναν έφοδο στην πρωτεύουσα.
Η δραματική αποχώρηση έβαλε τέλος στα 24 χρόνια διακυβέρνησης του και στον μισό αιώνα αδιάλειπτης εξουσίας της οικογένειάς του, τερματίζοντας παράλληλα και τον 13χρονο εμφύλιο πόλεμο στη Συρία.
Ο Σύρος δικτάτορας κατευθύνθηκε στη ρωσική αεροπορική βάση Χμεϊμίμ στην παράκτια πόλη Λαττάκια και από πέταξε για τη Μόσχα.
Στο μεταξύ, η σύζυγος Άσμα και τα τρία τους παιδιά, τον περίμεναν ήδη στη ρωσική πρωτεύουσα, σύμφωνα με τρεις πρώην στενούς συνεργάτες του και έναν ανώτερο περιφερειακό αξιωματούχο.
Βίντεο από το σπίτι του Άσαντ, τα οποία τραβήχτηκαν και δημοσιοποιήθηκαν από αντάρτες και πολίτες που συνέρρευσαν στο προεδρικό συγκρότημα μετά την αποχώρησή του, αποκαλύπτουν ότι έκανε βιαστική έξοδο, έχοντας αφήσει μαγειρεμένο φαγητό και αρκετά προσωπικά αντικείμενα, όπως οικογενειακά άλμπουμ με φωτογραφίες.