Περιβάλλεται από ιδιωτικό κτήμα περίπου 10.000 στρεμμάτων. Εκεί όπου επί δεκάδες χρόνια καλλιεργείται βυνοποιημένο κριθάρι ως κύριο συστατικό του ουίσκι, εκτρέφονται τα περίφημα βοοειδή Aberdeen Angus και βόσκουν ντόπια πρόβατα με τη μαύρη μούρη. Τι δουλειά έχει σε αυτό το καταπράσινο αγροτικό βουκολικό και εμπορευματοποιημένο τοπίο η θαυμαστή τέχνη της αρχαιοελληνικής αρχιτεκτονικής και γλυπτικής; Μια ματιά στο επιβλητικό εσωτερικό του αχανούς οικοδομήματος λύνει την απορία. Ανάμεσα σε άλλα εκλεκτά κειμήλια, ο χώρος διακοσμείται από αρχαία ελληνικά κιονόκρανα, επιτύμβιες επιγραφές, θραύσματα γλυπτών, γύψινα εκμαγεία σκαλισμένων αγαλματιδίων.
Ολα αποσπάσματα των Γλυπτών του Παρθενώνα. Μαζί με τον κύριο όγκο των διαμελισμένων γλυπτών των αετωμάτων, των μετοπών και της ζωφόρου του Παρθενώνα που είναι εγκατεστημένα στο Βρετανικό Μουσείο στο Λονδίνο αποτελούν απόρροια βανδαλισμού, σύλησης και μαζικής φυγάδευσης του υλοποιημένου καρπού της έμπνευσης του Ικτίνου, του Καλλικράτη και του Φειδία. Αποχωρισμένου βίαια από τα δοξασμένα μνημεία της Ακρόπολης της Αθήνας: τον Παρθενώνα, τα Προπύλαια, τον Ναό της Αθηνάς Νίκης, το Ερέχθειο.
Ο πύργος στη Σκωτία
Δράστης της διαβόητης υπεξαίρεσης της αρχαιοελληνικής κλασικής κληρονομιάς ο Τόμας Μπρους, 7ος κόμης του Ελγιν και του Κινκαρντάιν, γνωστός στην εποχή του ως λόρδος Ελγιν. Για τη βάρβαρη αποξήλωση, αφαίρεση και αρπαγή των Γλυπτών του Παρθενώνα, ο ίδιος προφασιζόταν ότι η μεταφορά τους στη Βρετανία θα ήταν «ωφέλιμη για την πρόοδο των καλών τεχνών». Στην πραγματικότητα ο Σκώτος αριστοκράτης, που ακροθιγώς είχε ακουστά τον Περικλή του Χρυσού Αιώνα, ήθελε μόνο να πλουμίσει τα πολιτιστικά του διαπιστευτήρια.
Προπαντός επιθυμούσε να στολίσει με την υψηλότερη έκφραση πολιτισμού που απέπνεε η αρχαιοελληνική μεγαλοπρέπεια την προγονική του κατοικία Broomhall House. Είχε αρχίσει να ανακαινίζει ένα παλιό τμήμα της και να χτίζει καινούρια το 1798 σε κλασικό ελληνικό ύφος, που αποτελούσε εκείνη την εποχή την κορυφαία τάση της αρχιτεκτονικής. Ο σπουδαγμένος στη Ρώμη αρχιτέκτονας της επισκευής, επέκτασης και ανέγερσης του νέου οικήματος, ο αρχαιολάτρης Τόμας Χάρισον, τον ενθάρρυνε να αποκτήσει σχέδια αποτύπωσης σε χαρτί και καμβά των μνημείων, καθώς και εκμαγεία από σωζόμενα αντικείμενα της κλασικής περιόδου ώστε να προβεί στην αξιοζήλευτη διακόσμηση του σπιτιού. Η προτροπή του συνάντησε την αρπακτική πλεονεξία του λόρδου. Που με τη σειρά της στοιχήθηκε με τις περιστάσεις ώστε να τον καταστήσει αιωνίως σκανδαλώδη λαφυραγωγό, διαγουμιστή και πλιατσικολόγο.
Στα 33 του χρόνια, λίγο πριν από το χάραμα του 19ου αιώνα, ο Ελγιν ήταν ένας εργένης με εύθραυστη υγεία. Βασανιζόταν από σπάνια δερματική ασθένεια που κατέτρωγε το πρόσωπό του και σταδιακά αποσυνέθετε τη μύτη του. Αν και δε ήταν συφιλιδικός, υπέφερε ακόμη από άσθμα και ρευματισμούς. Παρότι εκείνα τα φεγγάρια είχε εμφανισιακά τα μαύρα του τα χάλια, ήταν μορφωμένος από τα καλά σχολεία όπου σπούδασε και παρέμενε αξιοπρεπής εξαιτίας της αναρρίχησής του στις τάξεις του στρατού.
Είχε λάβει τον βαθμό του αντισυνταγματάρχη σε ηλικία 29 ετών, είχε δημιουργήσει και διοικήσει το δικό του σύνταγμα, τους Elgin Highland Fencibles. Και βέβαια, ίσχυαν στο ακέραιο τα αριστοκρατικά του διαπιστευτήρια και οι διπλωματικές του αποστολές. Το ιδιόκτητο κτήμα Broomhall το οποίο μίσθωνε σε διάφορους αγρότες του απέφερε σχετικά χαμηλές ετήσιες αποδόσεις, ανίκανες να υποστηρίξουν το είδος της ζωής που οραματιζόταν. Μια καλή προίκα θα ήταν μια επιτυχημένη διέξοδος για τα μεγαλεπήβολα όνειρά του. Φλέρταρε και παντρεύτηκε τη Μαίρη Νίσμπετ του Ερλτον, την πλούσια μοναχοκόρη και κληρονόμο του στρατιωτικού, βουλευτή και ευγενούς μεγαλοκτηματία Γουίλιαμ Χάμιλτον Νίσμπετ. Ο γάμος τού εξασφάλιζε μια πλουσιοπάροχη ζωή. Την ίδια χρονιά μυρίστηκε ότι η βρετανική κυβέρνηση σχεδίαζε να στείλει έναν πρεσβευτή στην Υψηλή Πύλη του Οθωμανού σουλτάνου Σελίμ Γ’.
Το δήθεν φιρμάνι
Ζήτησε εγκαίρως τη θέση και την πήρε. Υπέθετε ότι στη θερμότερη Κωνσταντινούπολη ο ζεστός καιρός ίσως θεράπευε τις ασθένειές του.
Κατέφτασε φανταχτερά με πλοίο στην Κωνσταντινούπολη το καλοκαίρι του 1799 μαζί με τη σύζυγό του, συνοδεία καλλιτεχνών, μουσικών και πλήθος υπηρετών. Οι τουρκικές αρχές τον υποδέχτηκαν και του συμπεριφέρθηκαν ως τον διάδοχο του αγγλικού θρόνου. Προηγουμένως, όμως, ο ίδιος είχε κάνει μια στάση στη Νάπολη. Στην πρωτεύουσα της Καμπανίας προσέλαβε τον Ναπολιτάνο ζωγράφο Τζιοβάνι Μπατίστα Λουσιέρι προκειμένου αυτός να ταξιδέψει στη Αθήνα μαζί με τον γραμματέα του Γουίλιαμ Ρίτσαρντ Χάμιλτον για να ξεκινήσουν την επιχείρηση αποτύπωσης με ζωγραφικά αντίγραφα και καλούπια των γλυπτών και των κτισμάτων της Ακρόπολης. Στην υποδουλωμένη Αθήνα ο παραδόπιστος Τούρκος δισδάρης, φρούραρχος της Ακρόπολης και αγάς του οχυρωμένου Κάστρου της αμειβόταν πλουσιοπάροχα για να κάνει τα στραβά μάτια στο «συνεργείο» του Ελγιν. Η φρουρά που διέμενε στον Ιερό Βράχο σε άθλιες πλίθινες παράγκες με διάτρητες σκεπές τις οποίες είχε χτίσει ανάμεσα στα μνημεία έπαιρνε και αυτή το μπαξίσι της. Στη διπλωματική ρουτίνα του στην Πόλη ο Ελγιν ονειρευόταν μεγαλεία καθώς τρώγοντας του άνοιγε περισσότερο η όρεξη.
Του έλειπε σε εκείνη τη φάση ο άνθρωπος-κλειδί, το «εργαλείο» για τη βρόμικη δουλειά. Τον ανακάλυψε στο πρόσωπο του δόκτορος Φίλιπ Χαντ, του ιερέα του παρεκκλησίου της βρετανικής πρεσβείας στην Κωνσταντινούπολη. Του «πραγματικού αρχιαπατεώνα», όπως τον είχε περιγράψει η Μελίνα Μερκούρη στην ιστορική ομιλία της το 1986 στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης για τα Μάρμαρα του Παρθενώνα. Αυτός απέσπασε ανορθόδοξα το έγγραφο του καϊμακάμη Σεγούτ Αβδουλάχ, ενός ανώτερου διοικητικού υπαλλήλου που αναπλήρωνε τον μεγάλο βεζίρη Γιουσούφ Γιζά, ο οποίος έλειπε ταξίδι στην Αίγυπτο. Σύμφωνα με αυτό, επιτρεπόταν η αφαίρεση λίθων και γλυπτών από την Ακρόπολη. Η απλή αυτή προσωπική επιστολή υπογεγραμμένη από έναν πασά, σε αντίθεση με ένα φιρμάνι υπογεγραμμένο από έναν σουλτάνο, το οποίο πρόσφερε απόλυτη νομιμοποίηση ενεργειών εντός της οθωμανικής επικράτειας, είχε αμφισβητήσιμη, αν όχι καμία εγκυρότητα. Ποτέ δεν πήρε άδεια να αφαιρέσει αρχαιότητες. Μόνο συγκατάθεση για επίσκεψη στον χώρο. Εκμεταλλεύτηκε, ωστόσο, την ασάφεια του κειμένου, τη γενικόλογη αοριστία, την περσοαραβική γραφή, την αβέβαιη μετάφραση στα ιταλικά. Και φυσικά, την επίδειξή της προς τεκμηρίωση της επικείμενης λαφυραγώγησης σε αμόρφωτους ανθρώπους.
Το ναυάγιο
Ο σουλτάνος δεν είχε πάρει χαμπάρι τι είχε παιχτεί πίσω από την πλάτη του. Τι σημασία είχε; Οκτώ χρόνια αργότερα θα δολοφονούνταν διά στραγγαλισμού στο σεράι και η σορός του θα πεταγόταν απάνθρωπα από τα τείχη της πόλης. Στον λόρδο, πάντως, αρκούσε το κίβδηλο χαρτί που πλάσαρε ως γνήσιο ντοκουμέντο. Εστειλε τον αιδεσιμότατο Χαντ στη Αθήνα, προσέλαβε καμιά 300αριά ανειδίκευτους εργάτες και χαμάληδες, μετέφερε πρωτόγονα και χονδροειδή εργαλεία αποξήλωσης, χρησιμοποίησε ετοιμόρροπες σκαλωσιές, τροχαλίες, σχοινιά, πριόνια, σφυριά, σμίλες και ξεκίνησε την άγαρμπη διάλυση των ιερών μνημείων. Τον Αύγουστο του 1801 αποκαθήλωσε τις πρώτες μετόπες από τον Παρθενώνα.
Διέμενε στην Αθήνα, στο αρχοντικό Λογοθέτη, επί της οδού Αρεως 14, δίπλα στο οθωμανικό παζάρι, απέναντι από το βοεβοδαλίκι, μπροστά από τη Βιβλιοθήκη του Αδριανού. Ο ιδιοκτήτης του Νικόλαος Λογοθέτης από την Τζια ήταν πρόξενος της Μεγάλης Βρετανίας, διπλωματικό διορισμό που είχε κληρονομήσει από τον πεθερό του, τον δημογέροντα, προεστό ή κοτζαμπάση της Αθηνάς Βερνάρδο Καπετανάκη. Στην αυλή του βρετανικού «κονσουλάτου» στο Μοναστηράκι, που τότε λεγόταν «πλατέα ρούγα του κάτω σιντριβανιού», συσκευάζονταν σε κιβώτια τα ξηλωμένα Μάρμαρα. Οσα αποσπάσματα των Γλυπτών δεν χωρούσαν στα κιβώτια, σημείωναν σε αυτά, όχι και τόσο σχολαστικά, τις λεπτομέρειές τους και τα τεμάχιζαν. Θα τα ξανακολλούσαν στη Σκωτία.
Η μόνιμη έγνοια του λόρδου ήταν πως τα αγγλικά πλοία δεν φόρτωναν όλα τα υπέρβαρα κιβώτια, με αποτέλεσμα να παραμένουν εκτεθειμένα για μήνες στο λιμάνι του Πειραιά και να τα κατατρώει η αρμύρα. Αγόρασε φουριόζος με δανεισμό από τους πιστωτές του ιδιόκτητο πλοίο. Το ονόμασε «Μέντορας» και τα Χριστούγεννα του 1801 έμεινε απίκο στη γέφυρά του για να παρακολουθεί με προσοχή το άπληστο φόρτωμά του. Μόλις το σκαρί της φρεγάτας τιγκάρισε, επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη. Μέχρι να φτάσει εκεί ακτοπλοϊκώς, ο υπερφορτωμένος «Μέντορας» και το πολύτιμο φορτίο του βούλιαξαν στον βυθό, έξω από τον Αβλέμονα στα Κύθηρα. Οι ναύτες σώθηκαν κολυμπώντας έως την ακτή. Ο λόρδος, αφού διέφυγε παρά τρίχα το εγκεφαλικό, προσέλαβε έμπειρους Καλύμνιους δύτες για να ανασύρουν τα κιβώτια από τον πάτο της θάλασσας. Η επιχείρηση διήρκεσε δύο χρόνια και ανακτήθηκαν 16 κιβώτια.
Πώς σώθηκε η Πύλη των Λεόντων
Πλήρωσε 655 γρόσια αμοιβή στον Θεοδωράκη Βλασσόπουλο, μπερατλή (πρόξενο) των Βρετανών στο Αργος, να ανασκάψει για λογαριασμό του τον «Θησαυρό του Ατρέα». Ο μίσθαρνος τοπικός προύχοντας, αφού κατέσκαψε και έκανε λίμπα το μνημείο, του παρέδωσε όσα θραύσματα ανακάλυψε. Ευτυχώς, χάρη στον τεράστιο όγκο και το βάρος της, σώθηκε από τη μεταφορά στη Βρετανία η περίφημη Πύλη των Λεόντων στον αρχαίο χώρο των Μυκηνών.
Οταν το 1803 ανακαλούνταν από την πρεσβευτική θητεία του στην Κωνσταντινούπολη, φρόντισε η οικοσκευή του να μεταφερθεί με ασφάλεια στην πατρίδα του. Τον Μάιο του 1803, όταν βρισκόταν στη Λυών, ξέσπασε πόλεμος μεταξύ Βρετανίας και Γαλλίας. Κηρύχθηκε αιχμάλωτος πολέμου από τους Γάλλους και φυλακίστηκε από τον Βοναπάρτη στο φρούριο της Λούρδης. Αφέθηκε ελεύθερος υπό τον όρο να μην εγκαταλείψει τη Γαλλία. Τον Οκτώβριο του 1805 οι Γάλλοι έδωσαν την άδεια στη λαίδη Ελγιν, που ήταν έγκυος στο πέμπτο τους παιδί, να επιστρέψει στην Αγγλία για λόγους συμπόνιας. Αυτός κρατήθηκε αιχμάλωτος στο Πο, κοντά στα σύνορα με την Ισπανία, μέχρι το 1806. Οταν επέστρεψε πίσω η μοίρα τού επεφύλασσε ακόμη πιο δυσάρεστες εκπλήξεις. Η γυναίκα του τον είχε αφήσει και συνάψει δεσμό με άλλον. Γλοιώδης, αναξιοπρεπής, δίχως μεγαθυμία, προκάλεσε σκάνδαλο κατηγορώντας τη σύζυγό του για μοιχεία και απαιτώντας από τον εραστή της αποζημίωση. Αφού πήρε διαζύγιο, παρότι παραμορφωμένος στο πρόσωπο, ξαναπαντρεύτηκε το 1810 με την Ελίζαμπεθ Τάουνσεντ, κόρη Σκώτου βουλευτή της Βουλής των Κοινοτήτων, με την οποία απέκτησε ακόμη τέσσερα παιδιά.
Οσο για τα Γλυπτά του Παρθενώνα, τα εξέθετε μαυρισμένα από τη μούχλα και την έλλειψη φροντίδας κάτω από μίζερες συνθήκες στην καρβουναποθήκη ενός σπιτιού που νοίκιαζε στο πάρκο Λέιν, κοντά στο Πικαντίλι, στο Λονδίνο. Χρεωμένος έως πάνω από το κεφάλι, εκλιπαρούσε την πώλησή τους στο Βρετανικό Στέμμα.
Η εξαγορά
Το ερώτημα που κυριαρχούσε στην κοινή γνώμη ήταν αν έπρεπε αυτά να αγοραστούν με δημόσιο χρήμα. Και κατά πόσο ήταν νόμιμο να εξαγοράσει η Βρετανία κλοπιμαία από την Ελλάδα. Το 1816 η Επιτροπή της Βουλής καθόρισε ως τιμή εξαγοράς των Γλυπτών τις 35.000 λίρες, ενώ ο ίδιος ζητούσε τα διπλάσια ισχυριζόμενος ότι είχε ξοδέψει 74.000. Τελικά το Κοινοβούλιο ενέκρινε την αγορά τους με ελάχιστη πλειοψηφία: 82 ψήφοι υπέρ και 80 κατά. Την ώρα της ψηφοφορίας στην αίθουσα μετεωρίζονταν τα επικριτικά λόγια του βουλευτή σερ Τζον Νιούπορτ ότι «ο Ελγιν λεηλάτησε ό,τι οι Τούρκοι και οι άλλοι βάρβαροι θεωρούσαν ιερό».
Στην κοινωνία της πατρίδας του υπήρχε διάχυτη η αίσθηση ότι ο ανέντιμος και ξιπασμένος Ελγιν το είχε τραβήξει ξεδιάντροπα πολύ μακριά. Μυημένος στους Ελευθεροτέκτονες του σκωτικού δόγματος από το 1819, είχε αναγορευτεί στον βαθμό του Ιππότη της Βασιλικής Αψίδος. Δεν του πρόσφερε καμιά παρηγοριά ή διευκόλυνση. Κυνηγημένος από τους δανειστές του, κατέφυγε στο Παρίσι, χωρίς πλέον μύτη στο πρόσωπό του, όπου και πέθανε στα 75 του χρόνια περιφρονημένος και στιγματισμένος ως μοντέρνος Ηρόστρατος. Θα τον συνόδευε για πάντα κάτω από το χώμα η «κατάρα της Αθηνάς» από το ομώνυμο ποίημα του Λόρδου Βύρωνα: «Ω, καταραμένη να ’ναι η ζωή του και ο τάφος, και οργή να συνοδεύει το ιερόσυλό του πάθος! Κι η κατάρα μου πιο πέρα κι απ’ τον τάφο του να πάει».
Ωστόσο, αν ο Ελγιν άξιζε μια τιμωρία για την αρπαγή του, αυτή δεν θα τη χρεωνόταν μετά θάνατον. Εισέπραξε το βαρύ πρόστιμο για το βέβηλο έγκλημα που διέπραξε στη διάρκεια της ζωής του.