Η αιρετική σκηνοθέτις και ηθοποιός, η οποία αρέσκεται στο να επιστρατεύει τα στοιχεία της ανατροπής και της πρόκλησης, φλερτάροντας ενίοτε με την ακρότητα, – πλέον χαρακτηριστικό παράδειγμα το ντοκιμαντέρ της «Λάλκα» στο οποίο καταγράφηκε η άγρια θανάτωση ενός ελαφιού – επιχείρησε να προσαρμόσει το βασικό μήνυμα της αριστοφανικής κωμωδίας στο σήμερα, προκειμένου, όπως η ίδια σημειώνει να φωτίσει με καυστικό χιούμορ και σκωπτική διάθεση, τη συστημική σαπίλα, τις κοιμισμένες άμυνες, τον ρατσισμό, τον φανατισμό, την άκαμπτη πολιτική ορθότητα της εποχής μας: «…σε καταδικάζω στην εκπομπή μου, στο κινητό μου, δημόσια, όπου βρεθώ κι όπου σταθώ, και προσέξτε καλά: όποιος δεν συμφωνεί μαζί μου είναι φασίστας, είναι συνένοχος με τον ένοχο. Κατηγορώ, άρα είμαι κάτι. Κατηγορώ άρα υπάρχω…».
Τραγική ειρωνεία: βρέθηκε η ίδια καθισμένη στο εδώλιο του «δικαστηρίου» των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, δεχόμενη απανωτά βέλη, όχι μόνον αρνητικής κριτικής, η οποία προφανώς και είναι θεμιτή, αλλά και σκληρών προσωπικών επιθέσεων τόσο από άτομα που είχαν παρακολουθήσει την παράσταση της, η οποία αποτελεί συμπαραγωγή του Εθνικού Θεάτρου με το ΚΘΒΕ, όσο και από πολλούς ακόμη που θέλησαν να πάρουν ενεργά μέρος στην πιο καυτή ψηφιακή μάχη του Σαββατοκύριακου.
Η ψηλή μπασκέτα που είχε τοποθετηθεί στην ορχήστρα του αρχαίου θεάτρου ως μέρος του σκηνικού της παράσταση με τις πλαστικές καρέκλες που βρίσκονταν κάτω από αυτήν ξένισε κάποιους κατά την είσοδό τους. Στην πορεία, το γεγονός ότι το κείμενο του έργου ήταν γραμμένο σε γλώσσα και ύφος εντελώς διαφορετικά από αυτά του πρωτότυπου, η σκληρότητα της σάτιρας, οι λεκτικές ακροβασίες,το άσμα της Μαρινέλλας και κυρίως ο εκρηκτικός μονόλογος της της Λένας Κιτσοπούλου επί σκηνής προκάλεσε γιουχαρίσματα ενώ υπήρξαν και εκείνοι που αποφάσισαν να εγκαταλείψουν το θέατρο πριν ολοκληρωθεί η παράσταση ως ένδειξη διαμαρτυρίας.
Χρειάστηκαν μόλις λίγες ώρες και μία κριτική, η οποία δημοσιεύθηκε το Σάββατο στην ιστοσελίδα fragile mag, για να πάρουν φωτιά τα πληκτρολόγια και να αναδειχτεί το όνομα της Κιτσοπούλου σε πρώτο trend του Twitter.
Η κριτική έκανε μεταξύ άλλων λόγο για μια «απάτη», για «ωμό και χυδαίο φανατισμό», για «ένα σχιζοφρενικό, στερεμένο και ιδεοληπτικό παραλήρημα» που «στο όνομα της «ανατροπής», του «ριζοσπαστισμού» και της «επανάστασης» αποπνέει τη δυσωδία της οπισθοδρόμησης, του συντηρητισμού, του εκχυδαϊσμού, βρωμάει φασιστίλα στις απαρχές της» και στρεφόταν κατά των διοικήσεων του Εθνικού Θεάτρου και του ΚΘΒΕ που επέτρεψαν τον «διασυρμό ολόκληρου του ελληνικού θεάτρου στο Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου». Βαριές κουβέντες…!
Τα δε αρνητικά σχόλια στο Twitter ήταν στο ίδιο περίπου ύφος με αρκετά να ξεπερνούν, όπως συμβαίνει συχνά εξάλλου, το όρια του υγιούς διαλόγου:
Υπήρξαν και κάποιες ψύχραιμες φωνές που υπογράμμισαν, ορθώς, πως καμία παράσταση δεν μπορεί να διασύρει την τέχνη του θεάτρου ή να βλάψει το Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου, πως η κριτική πρέπει να κινείται στα όρια της ευπρέπειας και πως εν πάση περιπτώσει το εάν αρέσει ή όχι στον θεατή μια παράσταση είναι κάτι εντελώς υποκειμενικό που σχετίζεται με την κουλτούρα του και την αισθητική του.
Σε κάθε περίπτωση πάντως όλο αυτό το λαϊκό δικαστήριο που στήθηκε το τελευταίο 48ωρο με αφορμή την παράσταση της Λένας Κιτσοπούλου γεννά μια σειρά από ερωτήματα τα οποία είναι δύσκολο να απαντηθούν: Με ποια κριτήρια πρέπει να επιλέγεται μια παράσταση για να παρουσιαστεί στην Επίδαυρο; Υπάρχει όριο στην διασκευή των αρχαίων θεατρικών κειμένων; Πότε η δημόσια κριτική μετατρέπεται σε προσωπική επίθεση και υποκινεί κινήματα μίσους;
Ίσως τελικά η απάντηση να βρίσκεται στη φράση που έχει συμπεριλάβει ο ίδιος ο Αριστοφάνης στο κείμενο των «Σφηκών»: «Μηδενί δίκην δικάσης, πριν αμφοίν μύθον ακούσης». Που σημαίνει «Μην καταδικάσεις κανέναν πριν ακούσεις την ιστορία και από τους δύο»