Η αντισεισμική δόμηση των κτιρίων αποτελεί καθοριστικό παράγοντα για την αντιμετώπιση του σεισμικού κινδύνου.
Για τον λόγο αυτό, δημιουργήθηκε η ανάγκη απογραφής και ιεραρχικής αποτίμησης των κτιρίων, ως προς τη σεισμική τους ικανότητα, έργο το οποίο έχει αναλάβει και εκτελεί ο ΟΑΣΠ σε συνεργασία με το ΤΕΕ. Πρώτη προτεραιότητα είναι τα κτίρια συνάθροισης κοινού όπως είναι τα κτίρια Δημόσιας και κοινωφελούς χρήσης, και κυρίως τα νοσοκομεία, σχολεία, κτίρια διοίκησης, τηλεπικοινωνίας, παραγωγής και μεταφοράς ενέργειας, πυροσβεστικοί σταθμοί, κ.ά.
Ο ΟΑΣΠ διαμόρφωσε μία στρατηγική και ένα πλαίσιο αναφοράς για Προσεισμικό Έλεγχο που περιλαμβάνει, τον πρωτοβάθμιο, δευτεροβάθμιο και τριτοβάθμιο προσεισμικό έλεγχο. Ο πρωτοβάθμιος έλεγχος είναι κυρίως οπτικός και εφαρμόζεται με απλοποιημένη μέθοδο ενώ ο δευτεροβάθμιος προσεισμικός έλεγχος ακολουθεί μία ακριβέστερη προσεγγιστική αποτίμηση της σεισμικής ικανότητας βάσει απλοποιημένων υπολογισμών και μη καταστροφικών ελέγχων.
«Το Μάρτιο του 2023 ψηφίστηκε ο νόμος, με τον οποίο ανατίθεται στον ΟΑΣΠ και στο ΤΕΕ να υλοποιήσει τον πρωτοβάθμιο και τον δευτεροβάθμιο προσεισμικό έλεγχο στα κτίρια, στα οποία στεγάζονται δημόσιοι οργανισμοί και φορείς αλλά ακόμα και κρίσιμες λειτουργίες του ιδιωτικού φορέα» εξηγεί στο thebest.gr ο καθηγητής του Τμήματος Πολιτικών Μηχανικών του Πανεπιστημίου Πατρών και πρώην μέλος του ΔΣ του ΟΑΣΠ, κ. Στέφανος Δρίτσος.
«Δύο μήνες μετά, τον Μάιο του 2023, εκδόθηκε η κοινή υπουργική απόφαση η οποία δρομολόγησε την υλοποίηση του πρωτοβάθμιου ελέγχου. Στη βάση αυτής της απόφασης ζητήθηκε από όλους τους αρμόδιους φορείς, να προσδιορίσουν σε μια πλατφόρμα που δημιούργησε ο ΟΑΣΠ, τα κτίρια τους με συγκεκριμένες συντεταγμένες και να εισάγουν τα δεδομένα των κτιρίων τους. Ωστόσο θα πρέπει να πούμε, ότι αρκετοί φορείς δεν ανταποκρίθηκαν στην εισαγωγή των δεδομένων που έπρεπε να αναρτήσουν (π.χ. υπάρχουσες μελέτες κλπ). Μέχρι στιγμής, έχουν ελεγχθεί 1.499 κτίρια ανά την επικράτεια (εκ των οποίων στην Αχαΐα 144, στην Ηλεία 7 και στην Αιτωλοακαρνανία 29) και προς διευκρίνηση μιλάμε για κτίρια και όχι συγκροτήματα. Ο έλεγχος γίνεται για να προσδιοριστούν οι αδυναμίες των κτιρίων, (κυρίως οπτικά κατα τον πρωτοβάθμιο), οι οποίες τα κάνουν ευάλωτα στο σεισμό και με βάση αυτόν τον έλεγχο να μπει ενα ειδος προτεραιότητας, έτσι ώστε τα χειρότερα να τύχουν μεγαλύτερου ενδιαφέροντος και περαιτέρω ελέγχου. Έτσι στο τέλος του προγράμματος, τον Μάρτιο του 2025, που ίσως χρειαστεί και παράταση, όλα αυτά τα κτίρια που θα έχουν ελεγχθεί θα μπουν σε προτεραιότητα περαιτέρω ελέγχου με βάση το αν είναι υψηλής, μεσαίας ή χαμηλής προτεραιότητας. Στη συνέχεια στα κτίρια υψηλής προτεραιότητας πρέπει να ακολουθήσει ο δευτεροβάθμιος έλεγχος, που είναι λεπτομερέστερος και απαιτεί απλοποιημένους υπολογισμούς, ώστε να προσδιοριστούν τα κτίρια που έχουν πραγματικά ανάγκη να ενισχυθούν με βάση μια πλήρη ακριβέστερη αναλυτική διαδικασία κατ’ εφαρμογή του τριτοβαθμίου ελέγχου. Σε περιπτώσεις που οι μηχανικοί δουν κατά την αυτοψία σοβαρές βλάβες ή κακοτεχνίες τις οποίες αξιολογούν ως ακραία υψηλής επικινδυνότητας, πρέπει να γίνει μια ειδική έκθεση και να ενημερωθεί ο κύριος του έργου για την ανάγκη ενδελεχέστερου ελέγχου και των απαραίτητων εργασιών αρμοδιότητάς του, που πιθανόν να απαιτούνται έγκαιρα προτού το κτίριο φθάσει στον δευτεροβάθμιο έλεγχο».
Η διαδικασία των προσεισμικών ελέγχων
Ο κ. Δρίτσος, εξηγεί τη διαδικασία που ακολουθείται: «Η διαδικασία που ακολουθείται είναι συγκεκριμένη στον πρωτοβάθμιο και στον δευτεροβάθμιο έλεγχο. Στην παρούσα φάση υλοποιείται ο πρωτοβάθμιος. Έτσι, πριν λίγους μήνες, τον Ιούλιο του 2024 ξεκίνησαν οι αυτοψίες και οι έλεγχοι απο διμελείς ομάδες μηχανικών που συγκροτούνται από το Τεχνικό Επιμελητήριο. Προηγήθηκε μία διαδικασία εκπαίδευσης και πιστοποίησης, με διαδικτυακά σεμινάρια που έγιναν από τον ΟΑΣΠ και εν συνεχεία υπήρξε μια ηλεκτρονική διαδικασία εξέτασής τους. Μέσα από αυτή τη «δεξαμενή», χρησιμοποιούνται πιστοποιημένοι μηχανικοί για τις αυτοψίες, που αυτή τη στιγμή ξεπερνούν τους 1.000 σε όλη την χώρα. Παράλληλα το ΤΕΕ σε συνεργασία με τον ΟΑΣΠ και την συμμετοχή πανεπιστημιακών καθηγητών συντακτών της μεθοδολογίας του προσεισμικού ελέγχου, βρισκεται στο σταδιο της διοργάνωσης δια ζώσης σεμιναρίων για την επιμέρους πληροφόρηση των πιστοποιημένων μηχανικών, σε διάφορα περιφερειακά τμήματα του ΤΕΕ της χώρας. Στην περιοχή μας, έχουν προηγηθεί προκαταρκτικά σχετικά σεμινάρια, με πρωτοβουλία των περιφερειακών ΤΕΕ Δυτικής Ελλάδος και Αιτωλοακαρνανίας (Πάτρα, Πύργος, Ζάκυνθος και Αγρίνιο) ενώ στο γενικό προγραμματισμό έχουν συμπεριληφθεί και νέα για την Πάτρα και το Μεσολόγγι».
Προσεισμικός έλεγχος και ενεργειακές αναβαθμίσεις
Αναφερόμενος, στον προσεισμικό έλεγχο σε συνάρτηση με τις ενεργειακές αναβαθμίσεις των κτιρίων, επισημαίνει: «Όλη αυτή η διαδικασία θα δώσει ένα εφόδιο στην Πολιτεία στον σχεδιασμό ενεργειακών αναβαθμίσεων κτιρίων που χρηματοδοτούνται μέσω προγραμμάτων έτσι ώστε να προσανατολιστεί ορθά η χρηματοδότηση. Δηλαδή, δεν έχει νόημα ένα κτίριο που θα έχει πάρει χαμηλή βαθμολογία στον προσεισμικό έλεγχο, να χρηματοδοτηθεί για ενεργειακή αναβάθμιση χωρίς να γίνεται συγχρόνως σεισμική-στατική αναβάθμιση του. Εξάλλου, όταν γίνονται ενεργειακές αναβαθμίσεις χρησιμοποιούνται θερμοπροσόψεις με μονωτικά υλικά (για να μειώσουν τις απώλειες ενέργειας) καλύπτοντας τις κολώνες και τα δοκάρια του κτιρίου. Έτσι αν στα στοιχεία αυτά που είναι κρίσιμα για το κτίριο παρουσιαστούν στο μέλλον ζημιές ή βλάβες (από περιβαλλοντικές δράσεις ή από σεισμό) είναι δύσκολο να διαγνωστούν αφού δεν θα είναι ορατές.
Καταλήγοντας, ο καθηγητής Σ. Δρίτσος επισημαίνει “H άποψή μου αλλά και η άποψη των αρμόδιων φορέων ΤΕΕ και ΟΑΣΠ όπως έχει εκφραστεί και από το ΤΕΕ Δυτικής Ελλάδος, είναι ότι σε όλες τις κατασκευές και ειδικότερα στις προ του 1995, η ενεργειακή αναβάθμιση ενός κτιρίου πρέπει απαραιτήτως να συνοδεύεται από την σεισμική-στατική του αναβάθμιση, εφόσον αυτό έχει προκύψει μετά από ένα προσεγγιστικό ή ακριβέστερο προσεισμικό έλεγχο της κατασκευής (που ειναι απαραίτητο να γίνει) στην κατάσταση που βρίσκεται το κτίριο. Όλοι μπορούν εύκολα να αντιληφθούν πόσο σημαντικό είναι αυτό για την ασφάλεια των ενοίκων στα δημόσια ή κοινωφελούς χρήσης κτίρια και πόσο μάλλον στα σχολεία”.