Ο Πύργος μπορεί να αποτελεί την πρωτεύουσα της Ηλείας και μία από τις ομορφότερες πόλεις της Πελοποννήσου, όμως λίγοι είναι αυτοί που γνωρίζουν την ιστορία αυτού του τόπου και κυρίως το πως προέκυψε το ιδιαίτερο όνομα της πόλης.
Η ιστορία του Πύργου, λοιπόν, μας πάει πολύ πίσω, και συγκεκριμένα, το 1510, στα χρόνια της Τουρκοκρατίας και ξεκινάει κάπως παράξενα. Με ένα πηγάδι!
Γύρω στα 1510, ένας χωρικός απ’ τα Τσορωτά Καλαβρύτων που τον έλεγαν Γεώργιο Τσορωτά ή Τσερνοτά κατέβηκε απ’ τον τόπο του σ’ αυτή εδώ τη γη και αποφάσισε να την ξεχερσώσει και να την ημερέψει για να την καλλιεργήσει. Δούλεψε λοιπόν σκληρά, καθάρισε κι’ έσκαψε το χώμα, έδιωξε τις πέτρες. Και μια μέρα εκεί που αδιάκοπα έψαχνε, άνοιξε στη συνοικία Νιοχώρι (σημερινός Άγιος Σπυρίδωνας) ένα πηγάδι για να ποτίζει τα κοπάδια του, κι εκεί μέσα βρήκε ξαφνικά ολόκληρο θησαυρό από αρχαία χρυσά νομίσματα. Σκέφτηκε λοιπόν να τα πάρει και να πάει στο Σουλτάνο.
Σουλτάνος τότε στην Πόλη ήταν ο Σελίμ ο Α’ (1470-1520) που φυσικά δέχτηκε την προσφορά του Τσερνοτά και του την ανταπέδωσε με δύο αμοιβές το ίδιο ηγεμονικές. Του χάρισε τον τίτλο του μπέη (αφέντη) της περιοχής (1512) κι’ απέραντες εκτάσεις γης απ’ τον Αλφειό ως το χωριό Αγιάννης, γύρω δηλ. στον Πύργο που ήταν ακόμα ακατοίκητος.
Το πηγάδι εκείνο είναι και σήμερα γνωστό «του Τσερνοτά» κι εδώ ο Τσερνοτάμπεης έχτισε αποθήκες και καλύβες για τους καλλιεργητές που έφερνε και δούλευαν τη γη. Ο ίδιος επίσης έχτισε, όπως λέει η παράδοση, πάνω στο λόφο του Επαρχείου την κατοικία του: ένα πύργο ισχυρό –για να βλέπει από κει ψηλά τα χωράφια του και τα κοπάδια του. Τ’ όνομα αυτό, Πύργος, άπλωσε σιγά-σιγά κυριαρχικά και αγκάλιασε όλο τον πρώτο εκείνο μικρό οικισμό για να μείνει για πάντα πια κι όνομα της νέας πολιτείας της Ηλείας που με τον καιρό άρχισε να θεμελιώνεται.
Ο Τσερνοτάμπεης πέθανε χωρίς ν’ αφήσει απογόνους, κι έτσι ο τόπος έγινε χτήμα του Οθωμανικού κράτους. Ο Σουλτάνος δώρισε τον Πύργο στο χαρέμι του, με την προστασία όμως της βασιλομήτορος Βαλινδέ που από τότε τον πήρε στην «ιερή» κι απαραβίαστη ιδιοκτησία της και με τα έσοδα απ΄ τη γεωργική παραγωγή διόριζε υπαλλήλους και τους πλήρωνε. Με τον καιρό, το πηγάδι του Τσερνοτά πήρε το ντύμα του θρύλου και το νερό του θεωρήθηκε μαγικό «φίλτρο» για να αγαπούν οι ξένοι τον τόπο και να μένουν για πάντα σ’ αυτόν. Όπως λέει και το λαϊκό δίστιχο:
Όποιος φάει ψάρι της Μουριάς
και πιει νερό του Τσερνοτά
τον Πύργο δεν τον λησμονά.
Ως πόλη ο Πύργος παρουσιάζεται πολύ αργά. Μεσολάβησαν, φαίνεται χρόνια αφάνειας κι ασημότητας, όπου τίποτα δεν ξεχώριζε και δε σημαδευόταν σε τούτο τον τόπο. Ένας λόγος ήταν ο φόβος απ’ τους πειρατές που λυμαίνονταν τα παράλια και γι’ αυτό οι άνθρωποι έκαναν τους συνοικισμούς τους σ’ ορεινά μέρη, ενώ όσοι έμεναν στον κάμπο άνοιγαν λαγούμια κι έκρυβαν τα ζωντανά τους ή καταφεύγανε κι οι ίδιοι για να σωθούν απ’ τους επιδρομείς.
Ο Πουκεβίλ σημειώνει για τον Πύργο στο πέρασμά του από εδώ το 1815: «Η πόλις, εκτισμένη επί εξέχοντος μέρους, εν ην εύρον εσχάτως μεγάλα υπόγεια (κατακόμβας) πλήρη οστών, συνέκειτο εξ 900 οικιών με 1000 οικογενείας και 7.000 κατοίκους, εν οις και κινητός πληθυσμός τεχνιτών και εμπόρων».
Πρώτοι οικιστές του Πύργου ήταν κυρίως δύο μεγάλες κι ιστορικές ύστερα οικογένειες. Οι Άχολοι πρώτα απ’ την Ήπειρο και τα Μεσόγεια και οι τσελιγγάδες Βιλαεταίοι έπειτα.
Αργότερα ήρθαν νεότεροι οικιστές, απ’ τα Κρέστενα οι Κρεστενίτες, απ΄ τη Δίβρη οι Στεφανόπουλοι, οι Βεργαίοι, οι Θεοδωρίδηδες, οι Ψημεναίοι, οι Σωτηρόπουλοι, οι Πιεραίοι κι άλλοι, και τέλος απ’ τα Καλάβρυτα οι Δημακόπουλοι και Θεοχαρόπουλοι.