Τα αντιυπερτασικά φάρμακα δεν σχετίζονται μόνο με στυτική δυσλειτουργία αλλά και μειωμένη λίμπιντο ή δυσκολία οργασμού.
Όπως εξηγεί ο Δρ Howard LeWine, M.D. από το Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ, από το σύνολο των φαρμάκων που συνταγογραφούνται για τη μείωση της αρτηριακής πίεσης, οι β-αναστολείς και τα διουρητικά είναι υπεύθυνα για τις περισσότερες σεξουαλικές παρενέργειες, σε αντίθεση με τους αναστολείς του μετατρεπτικού ενζύμου της Αγγειοτασίνης (α-ΜΕΑ), τους ανταγωνιστές των υποδοχέων της αγγειοτασίνης ΙΙ (Σαρτάνες) και τους ανταγωνιστές ασβεστίου (CCB).
Ωστόσο, αν η αντιυπερτασική αγωγή λαμβάνεται επί μακρόν και τα σεξουαλικά προβλήματα είναι πρόσφατα, τότε συντρέχουν άλλοι λόγοι, εξηγεί ο Δρ LeWine, όπως επίδραση από κάποιο άλλο φάρμακο ή αλλαγές στη σχέση με τη σύντροφο. Άλλωστε, η ίδια η υπέρταση αποτελεί παράγοντα μειωμένης ερωτικής διάθεσης και στύσης, καθώς προκαλεί σκλήρυνση και στένωση των αρτηριών και περιορίζει έτσι τη ροή του αίματος προς το πέος.
Εάν όμως τα συμπτώματα εμφανίστηκαν σχετικά κοντά στην έναρξη της αντιυπερτασικής φαρμακευτικής αγωγής ή κάποιου άλλου φαρμάκου, τότε πρέπει να απευθυνθείτε στον γιατρό σας, ο οποίος θα κρίνει τη μείωση ή την προσωρινή διακοπή λήψης του υπεύθυνου φαρμάκου μέχρι να ρυθμιστεί η κατάσταση. Έτσι, θα καταστεί σαφές αν τα φάρμακα ή άλλοι παράγοντες ευθύνονται για τις σεξουαλικές δυσλειτουργίες. Ωστόσο, στο πρώτο ενδεχόμενο, δεν πρέπει κανείς να ξεχνά να μετρά συχνά την αρτηριακή πίεσή του ώστε να παρατηρήσει πιθανή αύξηση σε επικίνδυνες τιμές.