Μεγαλύτερες αυξήσεις στις συντάξεις σε βάθος χρόνου αλλά και μεγαλύτερη επιβάρυνση στις εισφορές των ελεύθερων επαγγελματιών θα επιφέρει ο δείκτης μεταβολής μισθών, ένα νέο οικονομικό εργαλείο που δημιουργείται από την ΕΛΣΤΑΤ και αναμένεται να παραδοθεί στον υφυπουργό Εργασίας Πάνο Τσακλόγλου έως τις 15 Δεκεμβρίου.
Ο νέος δείκτης, που θα αποτυπώνει τη μέση αύξηση μισθών του συνόλου των εργαζομένων, θα παίξει πρωταγωνιστικό ρόλο: α) στον μαθηματικό τύπο για τον προσδιορισμό του κατώτατου μισθού, β) στο ύψος των συντάξιμων αποδοχών και γ) στην ετήσια αναπροσαρμογή του ύψους των εισφορών των ελεύθερων επαγγελματιών.
«Η κατασκευή ενός αξιόπιστου δείκτη είναι σημαντική, γι’ αυτό και θα εξετάσουμε εξονυχιστικά τις τεχνικές προδιαγραφές προτού ξεκινήσουμε να τον εφαρμόζουμε», δηλώνει ο κ. Τσακλόγλου.
Εως σήμερα ο μέσος όρος των μισθολογικών αυξήσεων είχε αποκλίσεις ανά φορέα (ΤτΕ, «Εργάνη», ΙΟΒΕ κ.λπ.), καθώς ο μέσος μισθός για το 2023, σύμφωνα με την «Εργάνη», ανήλθε σε 1.252 ευρώ, ενώ, κατά το ΙΟΒΕ, κατέγραψε αύξηση κατά 4,9% σε τρέχουσες τιμές, αγγίζοντας τα 1.439 ευρώ. Στόχος της αλλαγής είναι να ευθυγραμμιστούν αποδοχές, εισφορές και συντάξεις με τον πραγματικό ρυθμό ανάπτυξης της οικονομίας, αποσυνδέοντάς τες από τον πληθωρισμό, ο οποίος δεν αντικατοπτρίζει πάντα τις μισθολογικές εξελίξεις.
Σύμφωνα με τη νομοθεσία (ν.4387/2016), από το 2025 ο υπολογισμός των συντάξιμων αποδοχών θα γίνεται με τον δείκτη μεταβολής μισθών και όχι με τον δείκτη τιμών καταναλωτή, όπως ισχύει μέχρι σήμερα, όπου οι συντάξιμες αποδοχές αναπροσαρμόζονται από το 2002 και μετά προσαυξημένες κατ’ έτος με τη μεταβολή του.
Αυτό σημαίνει ότι την επόμενη χρονιά οι συντάξιμες αποδοχές των ασφαλισμένων που αποτελούν τη βάση υπολογισμού της ανταποδοτικής σύνταξης παύουν να αυξάνονται με τον πληθωρισμό και θα αυξάνονται με το ποσοστό αύξησης του δείκτη μισθών όλων των εργαζομένων. Ετσι, αν το 2024 ο δείκτης μισθών καταγράψει αύξηση 4%-5%, αυτό το ποσοστό θα αυξήσει και τον μισθό που θα ληφθεί υπόψη για την ανταποδοτική σύνταξη όσων αποχωρήσουν το 2025.
Για παράδειγμα, έστω ότι έχουμε έναν ασφαλισμένο που το 2025 συμπληρώνει τις προϋποθέσεις για πλήρη σύνταξη (ηλικία τουλάχιστον 62 ετών και 40 χρόνια ασφάλισης). Το 2002 έπαιρνε μισθό 800 ευρώ, ενώ φέτος 1.300 ευρώ. Αν το 2024 ο πληθωρισμός κλείσει στο 2,8%, τότε οι συντάξιμες αποδοχές για την περίοδο 2002-2024 θα είναι 1.280 ευρώ και θα πάρει κύρια σύνταξη 1.075 ευρώ (μεικτά).
Οι διαφορές, όπως έχουν τονίσει οι ειδικοί, θα είναι αμελητέες τα πρώτα χρόνια, αλλά ύστερα από 5-6 χρόνια εφαρμογής του νέου τρόπου υπολογισμού οι συντάξεις θα πάρουν αυξήσεις 5%-10%.
Το τελικό αποτέλεσμα βεβαίως εξαρτάται από την πορεία των μισθών που είναι συνάρτηση του ρυθμού ανάπτυξης. Οσο υψηλότερες είναι οι αυξήσεις μισθών τόσο μεγαλύτερο θα είναι και το ποσοστό αύξησης που θα έχουν οι ασφαλισμένοι στις συντάξιμες αποδοχές τους και μέρος της αύξησης θα περάσει στην ανταποδοτική σύνταξη.
Κλειδί αλλά και δίκοπο μαχαίρι για την αύξηση των μισθών εν γένει και εν προκειμένω για τον μέσο μισθό αποτελεί το ποσοστό του πληθωρισμού, ο οποίος αν είναι αυξημένος, δίνει χώρο για μεγαλύτερες αυξήσεις τις οποίες ωστόσο θα ροκανίσει η ακρίβεια.
Οι εισφορές επαγγελματιών
Από την άλλη πλευρά, αν ο δείκτης μισθών είναι υψηλός, θα επιβαρύνει τις ασφαλιστικές εισφορές των ελεύθερων επαγγελματιών, αυτοαπασχολούμενων και αγροτών, οι οποίες έως σήμερα αυξάνονται κάθε έτος ανάλογα με τον πληθωρισμό. Ετσι, με το τρέχον σύστημα η χαμηλότερη κατηγορία εισφορών για τους ελεύθερους επαγγελματίες, που ανέρχεται σήμερα σε 238,22 ευρώ μηνιαίως, με τον ετήσιο πληθωρισμό να εκτιμάται στο 2,8%, θα αυξηθεί από τον Ιανουάριο του 2025 στα 244,8 ευρώ.
Με το νέο σύστημα, αν υποθέσουμε ότι ο δείκτης μισθών θα προσδιοριστεί στο 4%-5%, η χαμηλότερη εισφορά θα κυμανθεί μεταξύ 247,7 και 250 ευρώ.
Οι ελεύθεροι επαγγελματίες εγείρουν εύλογες ενστάσεις, καθώς τη διετία 2023-2024 οι εισφορές ανήλθαν πάνω από 13% και αν προστεθεί ένα άλλο 5%, τότε θα προκύψει αύξηση μεγαλύτερη του 18% κατά την τελευταία τριετία, ενώ έχουν ήδη επιβαρυνθεί φορολογικά με το ελάχιστο τεκμαρτό εισόδημα. Ωστόσο το υπουργείο Εργασίας απαντά:
«Οι εισφορές των ελεύθερων επαγγελματιών είναι χαμηλότερες από αυτές των μισθωτών, το 90% ασφαλίζεται στη χαμηλότερη κατηγορία και σε κάθε περίπτωση πρέπει να διασφαλιστεί το ύψος των μελλοντικών συντάξεων των δικαιούχων, οι οποίες αν δεν γίνουν οι αναγκαίες αναπροσαρμογές στις εισφορές θα συρρικνωθούν σε πολύ χαμηλά επίπεδα».
Στο ίδιο μήκος κύματος και οι ειδικοί κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου, καθώς οι χαμηλές εισφορές οδηγούν σε σημαντικά χαμηλές συντάξεις, κάτι που αναμένεται να διαπιστώσουν στο μέλλον χιλιάδες ασφαλισμένοι που επιλέγουν για καταβολή εισφορών τη χαμηλή ασφαλιστική κατηγορία για πολλά χρόνια και μόνο όταν πλησιάζει η ηλικία συνταξιοδότησης ανεβαίνουν κλίμακα, χωρίς αυτό βέβαια να επηρεάζει ιδιαίτερα το ύψος της σύνταξης.
Αλλωστε, με βάση αυτά που ισχύουν σήμερα, η σύνταξη που θα πάρει κάποιος ύστερα από 40 έτη ασφάλισης έχοντας επιλέξει τα περισσότερα χρόνια ασφάλισής του την πρώτη, χαμηλή ασφαλιστική κατηγορία, δεν θα ξεπερνά τα 800 ευρώ.
Ετσι, με βάση την αναπροσαρμογή των εισφορών, ένας ελεύθερος επαγγελματίας που ασφαλιζόταν επί 40 έτη στη χαμηλότερη κατηγορία θα πάρει σύνταξη 796 ευρώ, ενώ αν έχει διανύσει 30 χρόνια ασφάλισης η σύνταξη θα είναι στα 624 ευρώ.