Πάνω από 9 στους 10 (93%) των Αμερικανών θα βιώσουν συμπτώματα όπως εξάντληση και δυσθυμία εξαιτίας όσων κατανάλωσαν στη διάρκεια της ημέρας.
Σύμφωνα με δημοσκόπηση της εταιρείας OnePoll σε 2.000 ενήλικες, η διατροφή βρίσκεται ανάμεσα στους κορυφαίους επιβαρυντικούς παράγοντες για τη σωματική και ψυχική υγεία που οδηγεί τους ανθρώπους να νιώθουν κόπωση (54%), απογοήτευση (22%) ή θλίψη (17%) στο τέλος της ημέρας.
Ένα 20% χαρακτήρισε τη διατροφή του ως «πολύ υγιεινή» ενώ το 16% παραδέχθηκε ότι ήταν μάλλον ανθυγιεινή. Αντίστοιχα, ένας στους πέντε δεν αισθάνθηκε ότι τα τρόφιμα που κατανάλωσε κάλυψαν τις διατροφικές του ανάγκες, με μία στις τέσσερις γυναίκες (23%) να εκφράζει ανησυχία για τις ανεκπλήρωτες διατροφικές της ανάγκες σε αντίθεση με το 13% μόλις των ανδρών που αισθάνονται το ίδιο.
«Άγνωστο» τι μπαίνει στο πιάτο
Σχεδόν ένας στους πέντε Αμερικανούς (18%) δεν έχει την παραμικρή ιδέα από πού προέρχονται τα τρόφιμα της εβδομάδας, και ένας στους τέσσερις (24%) ελέγχει σπάνια ή ποτέ τις ετικέτες των τροφίμων που αγοράζει. Είναι ενδιαφέρον ότι ένα ίδιο ποσοστό της τάξεως του 18% θα εξετάσει πάντα τις ετικέτες στις συσκευασίες τροφίμων, με ένα 47% να έχει διαβάσει συστατικά που δεν αναγνώριζε στα αγαπημένα του τρόφιμα.
Παρά το νεαρό της ηλικίας τους, οι ερωτηθέντες από τη γενιά Ζ, ήτοι 18-25 ετών, αποδείχθηκαν πιο προσεκτικοί όσον αφορά τα τρόφιμα που αγοράζουν, με τρεις στους τέσσερις (75%) να εξετάζουν τις ετικέτες των αγαπημένων τους προϊόντων, ένα ποσοστό σημαντικά ανώτερου του 27% για τους ηλικιωμένους και το 23% των millennials, των σημερινών δηλαδή 30ρηδων και 40ρηδων.
Όσον αφορά τα βιώσιμα τρόφιμα, εκείνα δηλαδή που προάγουν την καλή υγεία με το ελάχιστο δυνατό αποτύπωμα στον πλανήτη όπως τα φασόλια, οι σαρδέλες, το μπρόκολο, οι μπάμιες και το σπανάκι, πολλοί ανέφεραν ότι θα τα προτιμούσαν αν είναι πιο υγιεινά (48%), μπορούν να βελτιώσουν τους δείκτες της καρδιαγγειακής τους υγείας (32%) ή να τους βοηθήσουν στον καλύτερο έλεγχο του βάρους τους (26%).
Η γενιά Ζ δεν ελέγχει μόνο τις ετικέτες αλλά προτιμά να κάνει καλύτερη έρευνα προτού λάβει αποφάσεις σε σχέση με τη διατροφή και την υγεία της. Έτσι, παρότι το ένα τρίτο (37%) των συμμετεχόντων -με κυρίαρχη ομάδα τους millennials (48%)- θα ήταν πρόθυμοι να δοκιμάσουν τα φάρμακα GLP-1, αντιδιαβητικά σκευάσματα που έγιναν ανάρπαστα μεταξύ όσων επιθυμούν να χάσουν βάρος, το 44% της γενιάς Ζ που είναι υπέρ τους δήλωσε ότι θα έκανε πρώτα προσεκτικότερη έρευνα (78%) συγκριτικά με το 75% των millennials.
Η δημοσκόπηση έδειξε ακόμα ότι το 45% θα τα απέφευγε λόγω αβεβαιότητας για τις μακροπρόθεσμες επιπτώσεις των GLP-1 (42%), τη μη ύπαρξη ιατρικής αναγκαιότητας (35%) ή οικονομικά εμπόδια για την απόκτησή τους (23%), ενώ το 28% από το σύνολο των ερωτηθέντων θεωρεί ότι τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης (social media) έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην εκτόξευση της δημοτικότητάς τους.
Όσον αφορά την επιρροή των social media συνολικά στις επιλογές για την υγεία και ευεξία, το 35% δήλωσε ότι τα προτιμά ως κύρια πηγή ενημέρωσης, με το 42% να παραμένει πιστό στον γιατρό και ένα 33% να εμπιστεύεται την οικογένεια και τους φίλους του.
Το Facebook βρέθηκε στην πρώτη θέση (71%) ακολουθούμενο από το Instagram (44%) και το TikTok (41%). Μόνο το ένα τρίτο πιστεύει ότι τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης είχαν θετικό αντίκτυπο στον τρόπο με τον οποίο βλέπουν την υγεία τους.