«Πρωταθλητές» Ευρώπης στην εργασία από το σπίτι είναι οι Βρετανοί εργαζόμενοι σύμφωνα με νέα έρευνα του γερμανικού think tank IFO Center for Macroeconomics and Surveys.
Συγκεκριμένα, οι Βρετανοί εργάζονται εξ αποστάσεως κατά μέσο όρο 1,5 ημέρα την εβδομάδα, σχεδόν μισή ημέρα περισσότερο από τον διεθνή μέσο όρο. Σε παγκόσμιο επίπεδο, μόνο οι Καναδοί ξεπερνούν τους Βρετανούς.
Οι εργαζόμενοι στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες δούλεψαν περίπου τις μισές ώρες του ωραρίου τους εξ αποστάσεως. Οι Γερμανοί περνούν μία ημέρα στο σπίτι, ακολουθώντας το Ηνωμένο Βασίλειο, ενώ ο αριθμός αυτός περιορίζεται σε 0,7 στην Ιταλία και 0,6 στη Γαλλία.
Η μελέτη έρχεται εν μέσω προειδοποιήσεων ότι η εξ αποστάσεως εργασία μπορεί να «σβήσει» 800 δισεκατομμύρια δολάρια από την αξία των κτιρίων γραφείων στις μεγάλες πόλεις, ενώ η προσέλευση παραμένει κάτω από τα προ πανδημίας επίπεδα.
«Ακόμη και μετά την πανδημία, η πλειονότητα των εργαζομένων εκτιμά ιδιαίτερα την ευκαιρία να εργάζεται από το σπίτι κάποιες μέρες της εργάσιμης εβδομάδας», ανέφεραν οι συντάκτες της μελέτης.
Η εργασία από το σπίτι τείνει να είναι πιο συνηθισμένη στις αγγλόφωνες χώρες. Οι εργαζόμενοι στις ΗΠΑ βρίσκονται στο σπίτι 1,4 ημέρες την εβδομάδα, ενώ στον Καναδά είναι 1,7 ημέρες, οι περισσότερες στον κόσμο. Στην Ασία, ο αριθμός των ημερών εξ αποστάσεως εργασίας κυμαίνεται από 0,9 στη Σιγκαπούρη έως 0,4 στη Νότια Κορέα.
Η θέση της Ελλάδας
Στη χώρα μας, οι εργαζόμενοι δουλεύουν από το σπίτι 0,5 ημέρες την εβδομάδα και βρίσκονται στην προτελευταία θέση της κατάταξης πάνω από τους Νοτιοκορεάτες. Ενώ δηλώνουνότι θα επιθυμούσαν να δουλεύουν περισσότερο εξ αποστάσεως.
Οι Βρετανοί εργαζόμενοι επιθυμούν να περνούν ακόμη λιγότερο χρόνο στο γραφείο. Οι εργαζόμενοι στο Ηνωμένο Βασίλειο δήλωσαν ότι θα ήθελαν να βρίσκονται στο σπίτι τους πάνω από δύο ημέρες την εβδομάδα. Μόνο οι Βραζιλιάνοι, οι Αργεντινοί, οι Μεξικανοί, οι Τούρκοι και οι Αμερικανοί ήθελαν να περνούν περισσότερο χρόνο δουλεύοντας εξ αποστάσεως, σύμφωνα με τη μελέτη.
Στην έρευνα η οποία διεξήχθη μεταξύ Απριλίου και Μαΐου συμμετείχαν 42.000 εργαζόμενοι πλήρους απασχόλησης από 34 χώρες.