Το ημερολόγιο έγραφε 28 Δεκεμβρίου 1989 και το πλοίο «Ζάκυνθος» είχε μόλις αποπλεύσει με προορισμό το «Φιόρο του Λεβάντε». Οι ντόπιοι το αγάπησαν αμέσως. Είχε ναυπηγηθεί μόλις μια δεκαετία νωρίτερα και ήταν πιο γρήγορο και πολύ πιο άνετο σε σχέση με τα «Πρωτέας» και «Μάρθα» που εξυπηρετούσαν την συγκεκριμένη πορθμειακή γραμμή. Ειδικά εκείνη την ημέρα πραγματοποιούσε ένα συγκεκριμένο δρομολόγιο μόνο για μεγάλα οχήματα, κυρίως βυτιοφόρα που μετέφεραν υγρά καύσιμα στο νησί.
Είχε ξεκινήσει στις 16:00 από την Κυλλήνη με 15 επιβάτες, όλοι τους οδηγοί των ισάριθμων οχημάτων, και 19 άτομα πλήρωμα. Η πρόγνωση της ΕΜΥ έδινε ανέμους εντάσεως 5-6 μποφόρ και κατά τόπους 7, νούμερα που σύμφωνα με τις προδιαγραφές του «Ζάκυνθος» προμήνυαν ένα ταξίδι που δεν θα ήταν και το πιο ευχάριστο του κόσμου, αλλά σε καμία περίπτωση δεν οδηγούσε κανένας στην σκέψη ότι θα μπορούσε να εγκυμονεί κινδύνους.
Οι οδηγοί στο σαλόνι μόλις που είχαν προλάβει να καθίσουν και να πιουν μερικές γουλιές καφέ, όταν εντελώς αναπάντεχα όλες οι προβλέψεις αποδείχθηκαν λανθασμένες. Η κακοκαιρία ήταν πολύ πιο έντονη από τις προβλέψεις και τα 9 μποφόρ, τελικά, δυσκόλεψαν πολύ τον καπετάνιο και το πλήρωμά του. Όλοι ένιωσαν ότι θα ήταν ένα δύσκολο απόγευμα, χωρίς να αντιλαμβάνονται ότι σε χρόνο dt τα πράγματα έγιναν χειρότερα και ότι μια σειρά αστοχιών θα έφερνε την καταστροφή.
Υπό κανονικές συνθήκες κατά τις 17:30 το πλοίο θα έπρεπε να δένει στο λιμάνι της Ζακύνθου. Αντί για αυτό, όμως, την ίδια ώρα πάλευε με τα κύματα και την σφοδρή θαλασσοταραχή… Μόλις 1,5 μίλι από το ακρωτήρι «Αρκούδι», πρακτικά δηλαδή μερικές εκατοντάδες μέτρα μόλις από την ακτή της Πελοποννήσου, ο καπετάνιος Ξενοφών Σάββας εκπέμπει S.O.S αντιλαμβανόμενος ότι το «παιχνίδι» δεν… γυρίζει. Νωρίτερα είχε χάσει τον έλεγχο του ηλεκτρικών και υδραυλικών συστημάτων, με αποτέλεσμα να γίνεται απονενοημένη προσπάθεια με χειροκίνητο πηδάλιο, ενώ η κατάσταση έγινε ακόμη πιο δυσχερής εξαιτίας της απώλειας της επικοινωνίας ανάμεσα σε γέφυρα και μηχανοστάσιο.
Το τελευταίο χαρτί του καπετάνιου αλλά και του Α΄ μηχανικού είναι να δοκιμάσουν με τις γέφυρες να σταθεροποιήσουν το πλοίο το οποίο πλέον έχει πάρει κλίση που φτάνει τις 30 μοίρες. Όταν πια δεν θα πιάσει ούτε αυτό, δίνεται εντολή άμεσης εγκατάλειψης και εφαρμόζεται το σχέδιο με βάση το οποίο –θεωρητικά- επιβάτες και πλήρωμα θα έσωζαν τις ζωές τους. Και εκεί, όμως, τα πράγματα δεν κυλούν ομαλά. Η κλίση του «Ζάκυνθος» δεν επιτρέπει να φτάσουν ως το νερό οι σωσίβιες λέμβοι, παρά μόνο οι σχεδίες. Λόγω της εποχής το σκοτάδι δυσχεραίνει την κατάσταση και ένα ελικόπτερο προσπαθεί με φωτοβολίδες να «ανιχνεύσει» την παρουσία ανθρώπων που πάλευαν με την μανιασμένη θάλασσα προκειμένου να διασωθούν από το πλοίο «Δήλος» που έχει φύγει από λιμάνι της Κυλλήνης για αυτόν τον σκοπό. Αντίθετα, ο «Πρωτέας» που ξεκινά από την Ζάκυνθο λίγο μετά τις 17:00, επιστρέφει αφού δεν μπορεί να τα βάλει με τον καιρό και λίγο αργότερα στις προσπάθειες συμμετέχουν και τα αλιευτικά «Παναγία Φανερωμένη» και «Χρήστος».
Από την νεοσύστατη τότε Ε.Ρ.Ζ (Ελεύθερη Ραδιοφωνία Ζακύνθου) μεταφέρεται λεπτό προς λεπτό η επιχείρηση, με τους περισσότερους να ευγνωμονούν τον Θεό που τουλάχιστον αυτό συνέβη σε δρομολόγιο για βυτιοφόρα και όχι σε τυπική διαδρομή με εκατοντάδες επιβάτες (ειδικά μέσα στις γιορτές) που θα σήμαινε μια σίγουρη τραγωδία με αμέτρητους θανάτους…
Πλέον πάνω στο «Ζάκυνθος» βρίσκονται μόνο οι Σάββας και Γιακουμέλος που συνεχίζουν την απέλπιδα προσπάθειά τους να οδηγήσουν το καράβι στα αβαθή. Κι ενώ πια από το αμπάρι ακούγονται συνεχείς εκρήξεις αντιλαμβάνονται ότι δεν είναι μόνοι. Στο κατάστρωμα έχει παραμείνει κι ένας από τους οδηγούς, ο Αλέξανδρος Μπεκύρος. Ένας 37χρονος άνδρας, πατέρας τριών παιδιών, που είχε αποφύγει έναν ανάλογο εφιάλτη μόλις 6 χρόνια νωρίτερα. Τότε ήταν το πλοίο «Χρυσή Αυγή» που παρά το απαγορευτικό, είχε αποπλεύσει από την Ραφήνα, με αποτέλεσμα να «τσακιστεί» από τα 9 μποφόρ και να στείλει στον άλλο κόσμο 28 άτομα. Τότε ο Μπεκύρος αποφάσισε να μην επιβιβαστεί, σε αντίθεση με εκείνο το απόγευμα της 28ης Δεκεμβρίου 1989 όταν και τελικά βρήκε τραγικό θάνατο, όντας το μοναδικό θύμα του ναυαγίου.
Βούτηξε μαζί με τον καπετάνιο και τον Α’ μηχανικό, όμως αντίθετα από αυτούς, αντί να πιαστεί στην σχεδία, προτίμησε να μείνει με ένα απλό ατομικό σωσίβιο. Το επόμενο πρωί το άψυχο σώμα του εντοπίστηκε από ελικόπτερο στις ακτές της Πελοποννήσου όπου σε 800 μέτρα απόσταση μόνο, βούλιαξε τελικά το πλοίο και παραμένει εκεί ως υπενθύμιση του πόσο ακριβά μπορεί να πληρώσει κανείς μια σειρά από λάθη και αστοχίες.
Στους Σάββα και Γιακουμέλο αποδόθηκαν ευθύνες για το γεγονός ότι τα βαρέα οχήματα δεν είχαν δεθεί σωστά με αποτέλεσμα να μετακινηθούν. Ένα σοβαρό λάθος που αποδείχτηκε μοιραίο. Τους αναγνωρίστηκε όμως ότι έκαναν ότι περισσότερο μπορούσαν για να αποφευχθεί η τραγωδία όμοια της οποίας –ευτυχώς- δεν έχει επαναληφθεί ποτέ σε αυτό το σημείο ανάμεσα στη Ζάκυνθο και την Κυλλήνη.