Αλλαγές στη σύνθεση και δραστηριότητα των βακτηρίων στο εντερικό μικροβίωμα μπορεί να προκαλέσει μια διατροφή υψηλής περιεκτικότητας σε πρωτεΐνη, αναφέρει προκλινική μελέτη από το Κέντρο Charles Perkins του Πανεπιστημίου του Σίδνεϊ που δημοσιεύεται στο Nature Communications. «Η μελέτη μας φέρνει ένα βήμα πιο κοντά στην κατανόηση του τρόπου με τον οποίο η διατροφή επηρεάζει την υγεία του εντέρου και τους ανοσολογικούς μηχανισμούς» σχολιάζουν οι ερευνητές για τα ευρήματα που δείχνουν ότι το εν λόγω διατροφικό μοτίβο διεγείρει την ανοσολογική απόκριση του οργανισμού.
«Ο τελικός μας στόχος είναι να κατανοήσουμε πώς μπορούμε να παρέμβουμε στο μικροβίωμα για να βελτιστοποιήσουμε την υγεία, και γνωρίζουμε ότι ένας από τους ευκολότερους τρόπους για να το τροποποιήσουμε είναι να αλλάξουμε τις διατροφές μας συνήθειες», αναφέρει η Αναπληρώτρια Καθηγήτρια Laurence Macia που συμμετείχε στην πρώτη στο είδος της μελέτη που διερεύνησε το αντίκτυπο δέκα διατροφικών μοτίβων με διαφορετική μακροθρεπτική σύσταση (πρωτεΐνες, υδατάνθρακες, λιπαρά) σε ποντίκια.
Η μελέτη έδειξε ότι η πλούσια σε πρωτεΐνες διατροφή πολλαπλασίαζε την παραγωγη βακτηριακών εξωκυτταρικών κυστιδίων, ένα εξειδικευμένο μοριακό φορτίο που περιέχει πληροφορίες όπως DNA και πρωτεΐνες. Καθώς ο οργανισμός των τρωκτικών αντιλαμβανόταν τα εν λόγω εκκρινόμενα κυστίδια ως απειλή, ενεργοποιούσε μια σειρά μηχανισμών που είχαν ως αποτέλεσμα τα ανοσοκύτταρα να φτάσουν στο γαστρικό τοίχωμα.
«Ανακαλύψαμε έναν νέο τρόπο επικοινωνίας μεταξύ των βακτηρίων του εντέρου και του ξενιστή με τη διαμεσολάβηση πρωτεϊνών» σχολίασε η Δρ Macia, με την ερευνητική ομάδα να καταλήγει ότι, καίτοι νωρίς να γνωρίζουν αν τα ευρήματα επαληθεύονται και στους ανθρώπους, η ενεργοποίηση της ανοσοαπόκρισης μέσω αυτής της διατροφής μπορεί να έχει αρνητικό ή θετικό πρόσημο. «Η αύξηση των αντισωμάτων στο έντερο μπορεί να αποδειχθεί ισχυρή προστασία από πιθανά παθογόνα όπως η σαλμονέλα, από την άλλη όμως η ενεργοποίηση του ανοσοποιητικού συστήματος μπορεί να σημάνει αυξημένο κίνδυνο κολίτιδας, μιας φλεγμονώδους νόσου του εντέρου, ή αυτοάνοσων νοσημάτων όπως η νόσος του Crohn», εξηγεί ο επικεφαλής ερευνητής και μεταδιδακτορικός φοιτητής, Jian Tan.
Πράγματι, τα αποτελέσματα συμφωνούν με το αποτύπωμα των σύγχρονων μοντέλων διατροφής στην ανθρώπινη υγεία, με τον δυτικό κόσμο να καταγράφει χαμηλότερα ποσοστά γαστρεντερικών λοιμώξεων αλλά υψηλότερα ποσοστά χρόνιων ασθενειών.
Οι ερευνητές αξιοποίησαν το θεωρητικό πλαίσιο της «Διατροφικής Γεωμτερίας» που ανέπτυξαν οι καθηγητές Stephen Simpson και David Raubenheimer από το Πανεπιστήμιο του Σίδνεϊ, σύμφωνα με το οποίο μείγματα θρεπτικών ουσιών και διατροφικών συστατικών συνδυαστικά παρά μεμονωμένα επιδρούν στην υγεία και τη νόσο.