Υπήρξε ο Ομηρος; Ποιος συνέθεσε την Ιλιάδα και την Οδύσσεια; Ηταν ένας ο δημιουργός των δύο επών ή πολλοί; Ηταν προφορικές ή γραπτές συνθέσεις; Αν και οι αμφιβολίες για την πατρότητα των δύο επών κρατούν από την αρχαιότητα, το λεγόμενο «ομηρικό ζήτημα» άνοιξε ριζοσπαστικά τον 18ο αι. ο Γερμανός καθηγητής κλασικής φιλολογίας Φρίντριχ Αουγκουστ Βολφ, προκαλώντας ρήγμα σε όσα πιστεύονταν έως τότε για τον Ομηρο. Με τη μνημειώδη πραγματεία του «Prolegomena ad Homerum» (1795), ο Βολφ υποστήριξε –όπως εξήγησε στην «Κ» ο ακαδημαϊκός Αντώνιος Ρεγκάκος– ότι τα ομηρικά έπη δεν είναι έργα ενός μόνον ποιητή, του Ομήρου, αλλά μεταγενέστερη (6ος αι. π.Χ.) «συνένωση» ανεξάρτητων σύντομων ραψωδιών άγνωστων προφορικών ποιητών.
«Η θεωρία του συγκλόνισε την τότε πνευματική ζωή της Γερμανίας, διαιρώντας σε δύο στρατόπεδα μερικούς από τους επιφανέστερους “κλασικούς” Γερμανούς λογοτέχνες και διανοουμένους (Γκαίτε, Χέρντερ, Χούμπολτ, Σίλερ, Σλέγκελ, Βίλαντ κ.ά.). Χαρακτηριστική της αναστάτωσης που προκάλεσε ο Βολφ ήταν η αμφιταλαντευόμενη στάση του Γκαίτε, ο οποίος, ενώ αρχικά τη χαιρέτισε με ενθουσιασμό, αργότερα απηύθυνε έκκληση στους φιλολόγους να αποκαταστήσουν την ενότητα των ομηρικών επών», λέει ο κ. Ρεγκάκος.
Ντιμπέιτ ανάμεσα σε δύο κορυφαίους ειδικούς για το «ομηρικό ζήτημα», που ταλανίζει την επιστημονική κοινότητα περισσότερο από 200 χρόνια.
Εκτοτε το «ομηρικό ζήτημα» κυριάρχησε στην κλασική φιλολογία. Η αδιέξοδη προσπάθεια να επιλυθεί δημιούργησε μια αχανή βιβλιογραφία και χώρισε τους ομηριστές σε «αναλυτικούς» (πολλοί «Ομηροι») και «ενωτικούς» (ένας «Ομηρος»). Η πιο ριζοσπαστική και επιδραστική μελέτη μετά τα «Προλεγόμενα» του Βολφ ήταν εκείνη του Αμερικανού φιλολόγου Μίλμαν Πάρι περί προφορικής σύνθεσης των ομηρικών επών, η οποία κυριαρχεί έκτοτε στην αγγλοσαξονική ομηρολογία. Ο Πάρι, ο οποίος ηχογράφησε ώρες σερβοκροατικής προφορικής ποίησης τη δεκαετία του 1930 στην τότε Γιουγκοσλαβία, υποστήριξε ότι, όπως τα γλωσσικά και υφολογικά χαρακτηριστικά της νοτιοσλαβικής προφορικής ποίησης οφείλονται στη ζωντανή εκτέλεση και επανεκτέλεσή της από τους Γιουγκοσλάβους βάρδους, έτσι και τα αντίστοιχα χαρακτηριστικά των ομηρικών επών οφείλονται στην προφορική σύνθεσή τους.
Η «Κ» απηύθυνε το ερώτημα «Υπήρξε ο Ομηρος; Ηταν ένας ή πολλοί;» σε δύο επιφανείς ειδικούς, τους καθηγητές κ. Αντώνιο Ρεγκάκο και Χρήστο Τσαγγάλη, ανοίγοντας ξανά, υπό νέο φως, την ατέρμονη θερμή συζήτηση.
Εργα μιας ιδιοφυΐας – ή το πολύ δύο
Του Αντώνιου Ρεγκάκου*
Τα δύο μεγάλα ομηρικά έπη, η Ιλιάδα και η Οδύσσεια, που ασφαλώς βασίζονται σε μια μακραίωνη προφορική παράδοση επικής ποίησης, έχουν συντεθεί με τη βοήθεια της γραφής, με την έννοια ότι ο «Ομηρος» είχε τη δυνατότητα, κατά την καταγραφή τους, να ανατρέχει σε όσα είχε ήδη γράψει, να τα τροποποιεί, να τα συμπληρώνει και να τα βελτιώνει, προετοιμάζοντας έτσι και σχεδιάζοντας τη συνέχεια της πλοκής. Οι λόγοι που έχουν οδηγήσει κυρίως την ιστορικά κυρίαρχη στην ομηρολογία γερμανόφωνη έρευνα στο συμπέρασμα αυτό είναι εξωτερικοί αλλά και εσωτερικοί.
1. Kατά την επικρατέστερη σήμερα άποψη, η Ιλιάδα χρονολογείται γύρω στα μέσα του 7ου αι. π.Χ., ενώ η Οδύσσεια, η οποία πιθανότατα οφείλεται σε έναν άλλον ποιητή, τοποθετείται (συμβατικά) κατά μία περίπου γενιά αργότερα. Οι τελευταίες δεκαετίες έχουν φέρει στο φως ελληνικές επιγραφές που αποδεικνύουν την ύπαρξη ελληνικού αλφαβήτου από τις αρχές του 8ου αιώνα (αν όχι ήδη στα τέλη του 9ου), με τρεις από το δεύτερο μισό του αιώνα αυτού να είναι έμμετρες. Η χρήση συνεπώς της γραφής για τη σύνθεση των δύο πολύστιχων ομηρικών επών ενάμιση αιώνα μετά την εισαγωγή του αλφαβήτου στην Ελλάδα φαίνεται απολύτως εύλογη αν όχι αυτονόητη.
2. Η κατά περισσότερο ή λιγότερο αναλογική εφαρμογή στην ομηρική ποίηση πορισμάτων που έχουν συναχθεί από τη συγκριτολογική έρευνα δεκάδων προφορικών ποιητικών παραδόσεων από ολόκληρο τον κόσμο πάσχει, διότι κανένα από τα μέχρι σήμερα γνωστά προφορικά έπη δεν είναι συγκρίσιμο με τα ομηρικά, ούτε καν το πολύστιχο (πάνω από 12.000 στίχοι – Ιλιάδα: περ. 15.600, Οδύσσεια: περ. 12.000 στ.) έπος «Ο γάμος του Smailagić Meho» του Γιουγκοσλάβου «Ομήρου» Avdo Medjedović, που αποτελεί ανέκαθεν βασικό παράδειγμα των υποστηρικτών της προφορικής σύνθεσης των ομηρικών επών.
Η γραφή πρέπει να έπαιξε καταλυτικό ρόλο στη διαφύλαξη της λογοτεχνικής αρτιότητας των δύο επών.
3. Η τέχνη των ομηρικών επών, δηλαδή: η περίπλοκη αφηγηματική δομή, η σεσοφισμένη συνύφανση κύριων και δευτερευόντων νημάτων και τμημάτων της πλοκής, ο αριστοτεχνικός τρόπος χειρισμού του αφηγημένου χρόνου, η άκρως διαφοροποιημένη και συχνά ψυχολογίζουσα ηθογράφηση ενός διψήφιου αριθμού πρωταγωνιστών, οι προωθημένες αφηγηματικές τεχνικές, όπως είναι η επιβράδυνση της δράσης, οι αναδρομές στο παρελθόν και οι κλιμακωτές προοικονομίες μελλοντικών γεγονότων, η έκπληξη, η εναγώνια ένταση (σασπένς), η δραματική ειρωνεία, οι πάσης φύσεως «συνειρμοί» που συνδέουν διάφορα τμήματα των επών, συχνά από απόσταση χιλιάδων στίχων – όλα αυτά υποστηρίζουν την άποψη ότι τα έπη είναι έργα μιας ποιητικής ιδιοφυΐας (ή το πολύ δύο) και φαίνονται αδιανόητα σε μια προφορική ποίηση παρόμοιας τελειότητας και έκτασης.
4. Οπως έχει δείξει η «νεοαναλυτική θεωρία», η δεύτερη (δίπλα στην προφορική θεωρία) κυρίαρχη τάση στη σημερινή ομηρική έρευνα, που πρωτοδιατύπωσε ο μεγάλος Ελληνας ομηριστής Ι. Θ. Κακριδής τη δεκαετία του 1930 και συνέχισαν αργότερα σπουδαίοι Γερμανοί μελετητές, όπως ο W. Schadewaldt και ο W. Kullmann, η Ιλιάδα κυρίως (αλλά και η Οδύσσεια) βρίθει θεμάτων, μοτίβων και υπαινιγμών που παραπέμπουν σε προϊλιαδικά ή μεταϊλιαδικά γεγονότα, τα οποία αναμφίβολα εξιστορούνταν σε προφορικά προομηρικά έπη (απόηχο αυτών των επών αποτελούν τα μεταγενέστερα «κύκλια έπη» που σώζονται μόνον αποσπασματικά). H σχεδόν «λογοτεχνική» αξιοποίηση αυτών των «πηγών» και «προτύπων» στα ομηρικά έπη οδηγεί και αυτή στην αναπόδραστη διαπίστωση της ύπαρξης ενός μεγαλοφυούς δημιουργού και επιβεβαιώνει την ενότητα των επών.
5. Οπως έχει τονισθεί πρόσφατα (M. West, W. Kullmann), η σύνθεση της Ιλιάδας (και της Οδύσσειας) δεν μπορεί να έγινε μονομιάς, αλλά μέσα από μια πολυετή διαδικασία συνεχούς αναθεώρησης και επέκτασης εκ μέρους του ποιητή τους, τα επιμέρους στάδια της οποίας δεν μπορούμε πια να εξακριβώσουμε. Η γραφή πρέπει να έπαιξε καταλυτικό ρόλο στη διαφύλαξη της εσωτερικής συνοχής αλλά και στη λογοτεχνική αρτιότητα των δύο επών.
*Ο κ. Αντώνιος Ρεγκάκος είναι ακαδημαϊκός, καθηγητής Αρχαίας Ελληνικής Φιλολογίας ΑΠΘ.
Προϊόν της επικής παράδοσης
Του Χρήστου Τσαγγάλη*
Η ομηρική ποίηση δεν είναι δημιούργημα ενός ή περισσότερων ποιητών. Διαμορφώθηκε με μια μακρά διαδικασία σχηματοποίησης και αποκρυστάλλωσης από τους αοιδούς που τραγουδούσαν τον «θυμό του Αχιλλέα» (Ιλιάδα) και τον «νόστο του Οδυσσέα» (Οδύσσεια). Σύμφωνα με τη θεωρία της προφορικής σύνθεσης, ο ιστορικά βιογραφούμενος ποιητής «πεθαίνει» και τη θέση του παίρνει η επική παράδοση. Τα επιχειρήματα των υποστηρικτών αυτής της θεωρίας είναι τα ακόλουθα:
1. Δεν διαθέτουμε ιστορικά ασφαλείς πληροφορίες για τον Ομηρο. Το βιογραφικό υλικό είναι ανεκδοτολογικής φύσης, έχει πλαστεί αργότερα από την περίοδο σύνθεσης των ομηρικών επών και δεν αποτελεί βάση για την εξαγωγή συμπερασμάτων αναφορικά με την ύπαρξη ενός ποιητή με αυτό το όνομα. Το όνομα Ομηρος δεν αποδίδεται σε κανένα άλλο πρόσωπο πριν από την ελληνιστική περίοδο. Το γεγονός ότι η πιθανότερη ετυμολογική εξήγησή του το συνδέει με το ρήμα «ἀραρίσκω» (συναρμόζω) και ότι στην ελληνική ποιητική παράδοση ο ποιητής περιγράφεται ως «τέκτων ἐπέων» (μάστορας των λέξεων) αποδεικνύει ότι πρόκειται για όνομα που επινοήθηκε για να δικαιολογήσει μια επαγγελματική ιδιότητα και όχι για να προσδιορίσει ένα υπαρκτό πρόσωπο.
2. Αποτελεί χαρακτηριστικό στοιχείο των πρώιμων ποιητικών παραδόσεων διαφόρων λαών η αναγωγή σε έναν αρχετυπικό ποιητή-πρόγονο του οποίου η ιδιοφυΐα είναι απαράμιλλη. Το φαινόμενο είναι συχνό προκειμένου για επαγγελματικές συντεχνίες ή για όσους έχουν τυπικό ρόλο σε τελετές. Στη συνέχεια κατασκευάζονται θεωρίες συγγενικής σύνδεσης που οδηγούν στην επινόηση ενός πλαστού προγόνου. Είναι πιθανό ότι οι Ομηρίδες στη Χίο επινόησαν έναν ποιητικό προπάτορα, τον Ομηρο, από τον οποίο υποτίθεται ότι κατάγονταν, όπως συνέβη με τους Ασκληπιάδες στην Κω, τους Ευμολπίδες και τους Κηρυκίδες στην Ελευσίνα, οι οποίοι ισχυρίζονταν ότι κατάγονται από τον Ασκληπιό, τον Εύμολπο και τον Κήρυκα αντίστοιχα.
Κάθε ομηρική αναφορά στην ποιητική δημιουργία γίνεται με ορολογία που αφορά την προφορική ποίηση.
3. Η ομηρική διάλεκτος στηρίζεται σε ένα περίτεχνο λογοτυπικό σύστημα, που περιέχει στερεότυπες εκφράσεις ποικίλων ειδών και τυπικές σκηνές. Η διάλεκτος αυτή διαμορφώθηκε κατά τη διάρκεια μιας πολυετούς διαδικασίας σχηματοποίησης της επικής ποίησης. Αποτελεί το συλλογικό δημιούργημα της επικής παράδοσης και όχι το αποτέλεσμα της ιδιοφυΐας ενός ποιητή. Επιπρόσθετα, ένας βασικός μηχανισμός παραγωγής σημασίας στην ομηρική ποίηση είναι η παραδοσιακή αναφορικότητα: πρόκειται για τη συμμετοχή μιας λογοτυπικής δομής σε ένα ευρύτερο σύμπλεγμα θεμάτων και εκφράσεων με αποτέλεσμα η χρήση και μόνο αυτής της δομής να οδηγεί στην ανάκληση ολόκληρου του θεματικού συμπλέγματος στο οποίο αυτή ανήκει. Η διεύρυνση του σημασιολογικού ορίζοντα που επιτυγχάνεται από την παραδοσιακή αναφορικότητα είναι έμφυτο στοιχείο της προφορικής ποίησης.
4. Η ανυπαρξία οποιασδήποτε αναφοράς στη γραφή τόσο στην Ιλιάδα όσο και στην Οδύσσεια συνιστά ένδειξη του ότι η ομηρική ποίηση δεν δημιουργήθηκε διά της γραφής. Κάθε ομηρική αναφορά στην ποιητική δημιουργία γίνεται με ορολογία που αφορά την προφορική ποίηση. Πιθανότατα, ακριβώς επειδή συνετέθησαν προφορικά.
5. Οι αρχαίοι Eλληνες αναφέρονταν κατά την αρχαϊκή και κλασική εποχή στον Ομηρο και στα ομηρικά έπη με όρους που προσιδιάζουν στην προφορική ποίηση. Eνδεικτικό παράδειγμα συνιστά ο όρος «ῥαψῳδία» που δηλώνει μια απαγγελλόμενη θεματική ενότητα (recitation unit), όχι ένα «αρχαίο» βιβλίο, όπως π.χ. συμβαίνει στην περίπτωση του έργου του Ηροδότου και του Θουκυδίδη.
Τα επικρατέστερα σενάρια για τη μετάβαση από την προφορική εκτέλεση στο γραπτό κείμενο περιλαμβάνουν: α) τη θεωρία της υπαγόρευσης, σύμφωνα με την οποία τα ομηρικά έπη υπαγορεύτηκαν σε έναν ή περισσότερους γραφείς και β) ένα εξελικτικό μοντέλο της ομηρικής ποίησης με πέντε φάσεις αυξανόμενης αποκρυστάλλωσης, από μια ρευστή περίοδο χωρίς γραπτά κείμενα (2η χιλιετία – 750 π.Χ.) έως τη τελευταία φάση (μετά το 150 π.Χ.) που χαρακτηρίζεται από τη φιλολογική δραστηριότητα του Αρίσταρχου.