Πρωτοφανείς διαστάσεις παίρνουν πια οι ανατιμήσεις στα είδη πολυτελείας, καθώς η στρατηγική των πιο περιζήτητων brands του κόσμου είναι πλέον ξεκάθαρα να απευθύνονται σε λιγότερους, ακόμα και την ώρα που η ζήτηση στη βιομηχανία του luxury επιβραδύνεται.
Έπειτα από ένα νέο γύρο αύξησης της τιμής της, η κλασική τσάντα της Chanel έσπασε για πρώτη φορά το φράγμα των 10.000 ευρώ.
Ο γαλλικός οίκος μόδας αύξησε την τιμή της στα 10.300 ευρώ στο Παρίσι, σύμφωνα με το Bloomberg. Πρόκειται για αύξηση κατά 6,2% από 9.700 ευρώ που κόστιζε το μεσαίο μέγεθος της θρυλικής αυτής τσάντας νωρίτερα φέτος.
Η Chanel συνήθως επανεξετάζει τις τιμές των προϊόντων της δύο φορές τον χρόνο, τον Σεπτέμβριο και τον Μάρτιο. Οι τιμές τις οποίες χρεώνει στα καταστήματά της στο Παρίσι είναι κατά κανόνα εκείνες που παρακολουθούν όσοι ασχολούνται με τα luxury προϊόντα, καθώς η γαλλική πρωτεύουσα προσελκύει εύπορους τουρίστες, οι οποίοι κάνουν τα ψώνια τους ανάμεσα σε επισκέψεις στα μουσεία και γεύματα σε ακριβά εστιατόρια, ενώ εκμεταλλεύονται και την επιστροφή του ΦΠΑ.
«Η Chanel τιμολογεί τις τσάντες της ανάλογα με το κόστος τους. Οι τιμές των πρώτων υλών και το κόστος παραγωγής έχουν επηρεαστεί από τον συνεχιζόμενο πληθωρισμό κατά τον τελευταίο χρόνο, κάτι που μας οδήγησε να προσαρμόσουμε τις τιμές μας στις μπουτίκ», είπε εκπρόσωπος του οίκου στο Bloomberg.
«Η αύξηση ισχύει σε όλες τις αγορές από τις 27 Μαρτίου 2024, με μέσο ρυθμό 6% σε ευρώ», πρόσθεσε. «Είναι ζήτημα δικαιοσύνης προς όλους τους πελάτες μας».
Τον Σεπτέμβριο, η Chanel αύξησε τις τιμές της κατά 6% με 8% σε αγορές όπως η Κίνα, η Ιαπωνία και η Αυστραλία.
Τα πολύ ακριβά brands έχουν ισχυρή τιμολογιακή ισχύ, κάτι που σημαίνει ότι μπορούν να ανεβάζουν τις τιμές τους, χωρίς κατ΄ ανάγκη να χάνουν πελάτες. Όμως, τον τελευταίο χρόνο εντείνονται οι ενδείξεις ότι οι λεγόμενοι «aspirational customers», δηλαδή πελάτες χαμηλότερης εισοδηματικής βάσης που αγόραζαν τα πιο φθηνά μοντέλα των ακριβών οίκων, έχουν περιορίσει τις αγορές τους.
Πάντως, τόσο η Chanel όσο και η Hermes αλλά και η Rolex τείνουν να απευθύνονται σε άτομα υψηλότερης εισοδηματικής στάθμης, των οποίων η αγοραστική δύναμη είναι πιο ανθεκτική, παρά τη συνολική επιβράδυνση της ζήτησης.