Αν και τα μέτρα έχουν χαλαρώσει τους τελευταίους μήνες, η πανδημία του κορωνοϊού εξακολουθεί να είναι παρούσα, καταγράφοντας χιλιάδες νέα κρούσματα κάθε ημέρα. Κι ενώ πολλοί νόμιζαν ότι αν κολλήσουν ή εμβολιαστούν, θα απαλλαγούν μια και καλή από τον φόβο της λοίμωξης ή της επαναλοίμωξης, τα δεδομένα δείχνουν πως κάτι τέτοιο δεν ισχύει.
Πλέον, όλο και περισσότερες είναι οι περιπτώσεις ανθρώπων που μολύνονται περισσότερες από μία φορές, ανεξάρτητα από το αν είναι εμβολιασμένοι. Το φαινόμενο των επαναλοιμώξεων ενίσχυσε η εξαιρετικά μεταδοτική υποπαραλλαγή Omicron, η οποία φαίνεται ικανή να προσπελάσει κάθε ασπίδα προστασίας -εμβόλια, ενισχυτικές δόσεις και προηγούμενη λοίμωξη- που έχουμε στη φαρέτρα μας.
Σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία, το ποσοστό των επαναμολύνσεων έχει αυξηθεί σημαντικά τους τελευταίους μήνες, κυρίως χάρη στην υποπαραλλαγή BA.5, η οποία σε αρκετές χώρες αποτελεί και το κυρίαρχο στέλεχος των νέων κρουσμάτων. «Το στέλεχος BA.5 είναι η υποπαραλλαγή με τη μεγαλύτερη ικανότητα ανοσοδιαφυγής που έχουμε δει μέχρι σήμερα», δήλωσε ο δρ. John Bowen, ερευνητής στο Τμήμα Βιοχημείας της Ιατρικής Σχολής Washington του Σιάτλ.
«Ο ιός της COVID-19 μεταλλάσσεται γρηγορότερα απ’ ό,τι πιστεύαμε αρχικά, με τις νέες μεταλλάξεις να αποδεικνύονται πιο μολυσματικές. Πιστεύαμε ότι, με τη μόλυνση, ο ασθενής εξασφάλιζε όχι πλήρη, αλλά μακροπρόθεσμη προστασία. Αυτό σαφώς δεν συμβαίνει με την Omicron, που μολύνει άτομα που έχουν προηγουμένως εμβολιαστεί ή αναρρώσει από COVID-19», συμπλήρωσε ο δρ. William Schaffner, Διευθυντής Ιατρικής του Εθνικού Ιδρύματος Λοιμωδών Νοσημάτων της Bethesda. Οι εμβολιασμοί, οι ενισχυτικές δόσεις και οι προηγούμενες λοιμώξεις μπορούν ακόμα να βοηθήσουν στην πρόληψη σοβαρών περιπτώσεων COVID-19, αλλά δεν παρέχουν τόσο ισχυρή προστασία, διευκρίνισε ο δρ. Schaffner.
«Για να προκύψει σοβαρή ασθένεια, ο ιός πρέπει να φύγει από την αναπνευστική οδό και να φτάσει στην κυκλοφορία του αίματος, όπου και θα έρθει αντιμέτωπος με τα αντισώματα του εμβολίου, τα οποία αποτρέπουν την εξάπλωσή του στο σώμα», εξήγησε ο ίδιος. «Ωστόσο, ενδέχεται ο ιός να προσκολληθεί στο λαιμό, τη μύτη και τους βρογχικούς σωλήνες. Σε αυτές τις περιπτώσεις, είναι πολύ πιο δύσκολο να αντιμετωπιστεί».
Τα στοιχεία της εταιρίας γονιδιωματικής αλληλουχίας Helix έφεραν στο φως μία ενδιαφέρουσα ένδειξη: Ο μέσος χρόνος μεταξύ των μολύνσεων από κορωνοϊό στον ίδιο ασθενή αυξήθηκε τους τελευταίους μήνες. Παρ’ όλο που οι επαναμολύνσεις είναι συχνότερο φαινόμενο, περνούσαν κατά μέσο όρο 270 ημέρες μεταξύ των λοιμώξεων COVID ενός ατόμου τον Ιούλιο, σε σύγκριση με 230 ημέρες τον Απρίλιο.
Αυτό υποδεικνύει ότι η συντριπτική πλειοψηφία των ατόμων που επαναμολύνονται είναι άνθρωποι που είχαν αρχικά μολυνθεί πριν από την Omicron. Ωστόσο, το ποσοστό επαναμόλυνσης αυξάνεται ταχύτερα από πριν, σημειώνεται σε σχετική αναφορά.
Ο δρ. Bowen ηγήθηκε μιας μελέτης που δημοσιεύτηκε πρόσφατα στο Science και κατέληξε σε ένα καθησυχαστικό συμπέρασμα: Όλα τα υπάρχοντα εμβόλια παρέχουν αρκετά καλή προστασία έναντι των υποπαραλλαγών της Omicron. «Ακόμη και παρά το πόσο μεταδοτικό είναι αυτό το στέλεχος, τα εμβόλια κάνουν καλή δουλειά στην εξουδετέρωσή του. Πιστεύουμε ότι οι άνθρωποι προστατεύονται επαρκώς», σχολίασε.
Οι ειδικοί εκτιμούν ότι ίσως ο κορωνοϊός μετατραπεί σε ενδημική νόσο, από την οποία θα νοσούμε κατά καιρούς, όπως με τη γρίπη. «Είναι αρκετά πιθανό ο κορωνοϊός να μετατραπεί σε μια χρόνια ιογενή λοίμωξη και ενδεχομένως θα χρειαστεί να κάνετε κάθε χρόνο μια αναμνηστική δόση εμβολίου» είπε ο δρ. Glatt, συμπληρώνοντας ότι «ο ιός θα μεταλλάσσεται συνεχώς, με διαφορετική σοβαρότητα, μεταδοτικότητα και συνέπειες».
«Η ετήσια αναμνηστική δόση θα προστατεύει από σοβαρή νόσηση και άλλες πιθανές ασθένειες. Ωστόσο, τα εμβόλια δεν είναι σε θέση να αποτρέψουν εντελώς τη μόλυνση, έστω και σε ήπια μορφή», τονίζουν οι δρ. Schaffner και Glatt. Όσοι διατρέχουν υψηλό κίνδυνο θα πρέπει να κάνουν όλες τις απαραίτητες δόσεις, συμφώνησαν οι ειδικοί. «Ενώ οι τρέχουσες αναμνηστικές δόσεις δεν παρουσιάζουν ιδανική αποτελεσματικότητα έναντι των λοιμώξεων, είναι σημαντικές για την προστασία από σοβαρή νόσηση», είπε ο δρ. Amesh Adalja, διευθύνων μελετητής στο Κέντρο Ασφάλειας Υγείας Johns Hopkins στη Βαλτιμόρη.
Όσοι δεν διατρέχουν σοβαρό κίνδυνο, ωστόσο, να μη βιαστούν για την επόμενη δόση, αλλά να περιμένουν τα ανανεωμένα εμβόλια, που αναμένονται το φθινόπωρο, επισημαίνουν οι επιστήμονες.
Παράλληλα, έχει γίνει γνωστό ότι οι ερευνητές εργάζονται πάνω στη δημιουργία ρινικών εμβολίων, που θα αντιμετωπίζουν την COVID στην πηγή της, αποτρέποντάς την να εισέλθει στη ρινική οδό και να την μολύνει, σημείωσε ο δρ. Bowen. «Εάν μπορούμε να μπλοκάρουμε τον ιό στην πηγή του, εξασφαλίζοντας ανοσία της βλεννογόνου, τότε δυνητικά θα εμποδίζουμε τόσο τη σοβαρή νόσηση, όσο και την ήπια λοίμωξη. Έτσι, ο ιός δεν θα μπορεί να εισχωρήσει στο σώμα μας. Αυτό, ωστόσο, είναι κάτι που απαιτεί χρόνο».
«Δεν νομίζω ότι τα περιοριστικά μέτρα έχουν νόημα σε μια εποχή που έχουμε εμβόλια να μας προστατεύουν από σοβαρές ασθένειες, γρήγορα τεστ για τη διάγνωση λοίμωξης, αντιικά που σώζουν ζωές και μονοκλωνικά αντισώματα. Θα υπάρχει πάντα ένας βασικός αριθμός νοσηλειών και θανάτων, αλλά δεν θα δούμε τα νοσοκομεία μας να περνούν κρίση όπως κάποτε», κατέληξε ο δρ. Adalja.