Οι Αμερικανοί κάτω των 65 ετών πρέπει να εξετάζονται προκειμένου να διαπιστωθεί εάν πάσχουν από αγχώδη διαταραχή, ακόμη και αν δεν έχουν συμπτώματα. Αυτή είναι η σύσταση της Ομάδας Ιατρικής Πρόληψης των ΗΠΑ, η οποία βασίζεται στην επαναξιολόγηση πληθώρας μελετών σχετικά με τα πλεονεκτήματα και τους κινδύνους που εγκυμονεί η πρακτική. Λαμβάνοντας υπόψη τις αναφορές σχετικά με την επιδείνωση της ψυχικής υγείας εξαιτίας της κοινωνικής απομόνωσης και του άγχους που προκάλεσε πανδημία, η σύσταση, όπως επισημαίνει η ψυχολόγος και μέλος της ομάδας δρ Λόρι Πμπερτ, κρίθηκε αναγκαία. Σύμφωνα με το πόρισμα των επιστημόνων, τα πλεονεκτήματα της έγκαιρης διάγνωσης της αγχώδους διαταραχής είναι περισσότερα από τους κινδύνους που ενδέχεται να έχει μια λανθασμένη εκτίμηση.
Ποιοι είναι πιο ευάλωτοι
Η αγχώδης διαταραχή είναι ένα από τα συχνότερα προβλήματα ψυχικής υγείας που αντιμετωπίζουν οι Αμερικανοί. Ταλαιπωρούνται από αυτή πάνω από το 40% των γυναικών και ο ένας στους τέσσερις άνδρες. Ορισμένες κοινωνικές ομάδες είναι ιδιαίτερα ευάλωτες, όπως π.χ. οι Αφροαμερικανοί, οι άνθρωποι που ζουν βυθισμένοι στη φτώχεια, εκείνοι που έχουν απολέσει τον σύντροφό τους, όπως και όσοι υποφέρουν από άλλα ψυχικά νοσήματα. Οι εκδηλώσεις της είναι πολλές και περιλαμβάνουν κρίσεις πανικού, φοβίες και μεγάλη ψυχική ένταση. Από έντονο άγχος υποφέρει, επίσης, η μία στις δέκα εγκύους και λεχώνες.
Η προσυμπτωματική εξέταση που συνιστούν οι Αμερικανοί ειδικοί μπορεί να γίνει με διάφορα μέσα, όπως είναι ερωτηματολόγια σχετικά με την παρουσία αισθημάτων, όπως ο φόβος και η ανησυχία, που μπορεί να παρεμποδίζουν τις καθημερινές δραστηριότητες. Τέτοιες εξετάσεις μπορούν να γίνουν εύκολα σε κέντρα πρωτοβάθμιας περίθαλψης. Η Ομάδα Ιατρικής Πρόληψης, ωστόσο, δεν αποσαφήνισε κάθε πότε πρέπει οι πολίτες να υποβάλλονται σε αυτές.
Οπως επισήμανε η δρ Πμπερτ, «το πιο σημαντικό είναι να γνωρίζουμε ότι η διαταραχή δεν είναι δυνατόν να διαγνωστεί με μία μεμονωμένη εξέταση. Το επόμενο στάδιο είναι η επικοινωνία του πολίτη με κάποιον επαγγελματία ψυχικής υγείας». Τέλος, η ομάδα ανέφερε ότι δεν υπάρχουν αδιάσειστες αποδείξεις για τη σημασία που θα είχε μια τέτοια εξέταση σε άτομα άνω των 65 ετών, καθώς και τακτικές εξετάσεις για τη διάγνωση διαταραχών της διάθεσης, όπως η κατάθλιψη, σε ενηλίκους και παιδιά. Οι συστάσεις της Ομάδας Ιατρικής Πρόληψης συχνά επηρεάζουν την ασφαλιστική κάλυψη των εξετάσεων.