Τα υψηλά επίπεδα ουρικού οξέος στη μέση ηλικία μπορεί να αυξήσουν σημαντικά τον κίνδυνο σοβαρής καρδιακής αρρυθμίας τις επόμενες δεκαετίες, ακόμη και σε άτομα χωρίς τους κλασικούς παράγοντες κινδύνου, δείχνει νέα έρευνα.
Το ουρικό οξύ είναι μια χημική ουσία που παράγεται όταν το σώμα διασπά τις πουρίνες, οι οποίες βρίσκονται σε υψηλές ποσότητες στο αλκοόλ, ιδιαίτερα στη μπύρα, και σε τροφές όπως το κόκκινο κρέας, το μπέικον, το μοσχαρίσιο κρέας, τα εντόσθια και ορισμένα θαλασσινά, όπως είναι ο γαύρος, οι σαρδέλες, η ρέγγα και τα μύδια.
Το ουρικό οξύ είναι περισσότερο γνωστό για τη σχέση του με την ουρική αρθρίτιδα, έναν επώδυνο τύπο αρθρίτιδας, και τις πέτρες στα νεφρά.
Μελέτες έχουν συνδέσει ωστόσο τα υψηλά επίπεδα ουρικού οξέος και με αυξημένο κίνδυνο υπέρτασης, διαβήτη και καρδιακών παθήσεων. Πρόσφατες μελέτες υποδεικνύουν συσχέτιση μεταξύ των υψηλών επιπέδων ουρικού οξέος και της κολπικής μαρμαρυγής, αλλά τα στοιχεία είναι περιορισμένα, ειδικά για τους υγιείς ανθρώπους μικρότερων ηλικιών.
Εκατομμύρια ενήλικες στις ΗΠΑ έχουν κολπική μαρμαρυγή. Υπολογίζεται ότι μέχρι το 2030 θα επηρεάσει 12,1 εκατομμύρια ανθρώπους, από περίπου 5,2 εκατομμύρια που ήταν το 2010. Αποτελεί την πιο κοινή αιτία καρδιακής αρρυθμίας στους ηλικιωμένους και ο επιπολασμός της αυξάνεται παγκοσμίως.
Οι παραδοσιακοί παράγοντες καρδιαγγειακού κινδύνου –συμπεριλαμβανομένης της μεγαλύτερης ηλικίας, του ανδρικού φύλου, του καπνίσματος, της παχυσαρκίας, της υψηλής αρτηριακής πίεσης, της υψηλής χοληστερόλης και του διαβήτη τύπου 2– δεν εξηγούν πλήρως τον αυξημένο κίνδυνο κολπικής μαρμαρυγής, σύμφωνα με τους επιστήμονες.
Γι’ αυτό είναι σημαντικό να αναζητηθούν άλλοι παράγοντες κινδύνου.
Οι ερευνητές παρακολούθησαν 339.604 ανθρώπους στη Σουηδία για μια μέση περίοδο 26 ετών. Οι συμμετέχοντες εγγράφηκαν στη μελέτη από το 1985 έως το 1996, ήταν από 30 έως 60 ετών και δεν είχαν καρδιαγγειακή νόσο κατά τη στιγμή της εγγραφής τους.
Τα επίπεδα ουρικού οξέος τους, μετρήθηκαν τουλάχιστον μία φορά με εξέταση αίματος. Στη συνέχεια οι συμμετέχοντες χωρίστηκαν σε ομάδες, με βάση τις τιμές ουρικού οξέος.
Η μελέτη διαπίστωσε ότι ο κίνδυνος κολπικής μαρμαρυγής αυξήθηκε καθώς αυξάνονταν τα επίπεδα ουρικού οξέος. Συνολικά, όσοι είχαν τα υψηλότερα επίπεδα ουρικού οξέος είχαν 45% υψηλότερο κίνδυνο κολπικής μαρμαρυγής από εκείνους με τα χαμηλότερα επίπεδα.
Τα αυξημένα επίπεδα ουρικού οξέος αύξησαν τον κίνδυνο αρρυθμίας ακόμη και για τους συμμετέχοντες που δεν είχαν αναπτύξει υψηλή αρτηριακή πίεση, διαβήτη, στεφανιαία νόσο ή καρδιακή ανεπάρκεια κατά την περίοδο παρακολούθησης.
«Αυτό σημαίνει ότι το ουρικό οξύ μπορεί να λειτουργεί όχι μόνο μέσω καρδιομεταβολικών μηχανισμών για να αυξήσει τον κίνδυνο κολπικής μαρμαρυγής, αλλά να έχει άμεση επίδραση στην ανάπτυξη αρρυθμίας μέσω άλλων μηχανισμών», τονίζουν οι ερευνητές.
Απαιτείται περισσότερη έρευνα για τον εντοπισμό αυτών των μηχανισμών, σημειώνουν, αν και «η φλεγμονή φαίνεται ότι παίζει ρόλο».
Το επόμενο βήμα είναι να ερευνηθεί εάν η μείωση των επιπέδων ουρικού οξέος θα μπορούσε να βοηθήσει στη μείωση του κινδύνου κολπικής μαρμαρυγής.
Τα φάρμακα και οι διατροφικές αλλαγές, όπως η μείωση του αλκοόλ και των τροφών που περιέχουν πολλές πουρίνες, μπορούν να μειώσουν τα επίπεδα ουρικού οξέος.
Τα ευρήματα δημοσιεύτηκαν στην επιθεώρηση της Αμερικανικής Ένωσης Καρδιολογίας.