Νέο επιστημονικό έρεισμα αποκτά η παροιμία που θέλει «κάθε πράγμα στον καιρό του και τον κολιό τον Αύγουστο» μέσα από πρόσφατη μελέτη που δημοσιεύεται στο Environmental Research. Σύμφωνα με αυτήν, η κατανάλωσή του στα τέλη του καλοκαιριού δεν ενδείκνυται μόνο για την έξτρα νοστιμιά από την αυξημένη λιπαρότητα και τα αυγά αλλά και για σημαντικούς λόγους υγείας.
Μεγάλα ψάρια όπως ο κολιός, ο ξιφίας, ο τόνος, ο λούτσος και το λαβράκι έχουν υψηλή περιεκτικότητα σε υδράργυρο, ένα μέταλλο που ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Περιβάλλοντος (ΕΟΠ) έχει χαρακτηρίσει «διαρκή απειλή για το περιβάλλον και την ανθρώπινη υγεία» και στην οποία ο άνθρωπος εκτίθεται κυρίως μέσα από την κατανάλωση ψαριών και θαλασσινών. Όπως επισημαίνει ο ΕΟΠ, κυριότερο λόγο ανησυχίας αποτελούν τα έμβρυα, αφού η κατανάλωση θαλασσινών κατά την εγκυμοσύνη τα εκθέτει στον υδράργυρο εντός της μήτρας, με συνέπεια σοβαρούς κινδύνους για την ανάπτυξη του εγκεφάλου και του νευρικού συστήματος σχετικά με τη μνήμη, τη γλώσσα, την προσοχή και άλλες δεξιότητες. Μόνο στην Ευρώπη, γεννιούνται ετησίως περισσότερα από 1,8 εκατομμύρια παιδιά με επίπεδα υδραργύρου πάνω από τα συνιστώμενα ασφαλή όρια, σύμφωνα με εκτιμήσεις.
Τα παραπάνω βέβαια δεν αποτελούν λόγους για να εξαιρεθούν τα ψάρια από τις διατροφικές μας συνήθειες, χάνοντας τα πολύτιμα οφέλη τους όπως η αφθονία σε πρωτεΐνες και ω-3 λιπαρά οξέα. Αρκεί μόνο να καταναλώνονται τη σωστή εποχή.
Λιπαρά ψάρια το φθινόπωρο
Οι λίμνες της Φινλανδίας αποτέλεσαν ιδανικό περιβάλλον για τους ερευνητές από το Πανεπιστήμιο του Ελσίνκι, καθώς οι εναλλαγές στη θερμοκρασία τους ανά περιόδους, από θερμά ύδατα σε συνθήκες παγετού, λειτουργούν ως η ιδανική προσομοίωση της ζωής των ψαριών σε διαφορετικές εποχές.
Σύμφωνα με τις μετρήσεις, η συγκέντρωση υδραργύρου ήταν σημαντικά υψηλότερη το χειμώνα σε ορισμένα ψάρια, με τα επίπεδα να μειώνονται κατά τους θερμότερους μήνες του καλοκαιριού και να αγγίζουν το χαμηλότερο σημείο το φθινόπωρο, την εποχή αναπαραγωγής τους. Το φαινόμενο μπορεί να εξηγηθεί αφενός από τις αλλαγές που συντελούνται στον οργανισμό των ψαριών καθώς το κρύο μειώνει τον μεταβολισμό τους. Αφετέρου, τους ψυχρούς μήνες που μειώνεται η διαθέσιμη τροφή, οι θερμίδες που προσλαμβάνουν δεν επαρκούν για τις ενεργειακές τους ανάγκες ώστε να αναπτυχθούν, χάνουν βάρος και περνούν σε καθεστώς «λιμοκτονίας».
Οι συγγραφείς της μελέτης εξηγούν ότι τα επίπεδα υδραργύρου στα ψάρια τον χειμώνα και την άνοιξη είναι κατά 30-40% υψηλότερα συγκριτικά με το καλοκαίρι και το φθινόπωρο, ενώ το είδος του ψαριού είναι καθοριστικό για τη διαμόρφωσή τους. Παρατηρήθηκε ωστόσο ότι, μολονότι όλα τα είδη στη νότια φινλανδική λίμνη είχαν μεγαλύτερη συγκέντρωση υδραργύρου τον χειμώνα, τα επίπεδα ήταν κάτω από το όριο ασφαλείας για την κατανάλωση ψαριών (0,5 mg/kg).
Μέχρι σήμερα, η επίδραση του χειμώνα στα λιμναία οικοσυστήματα δεν είναι πλήρως κατανοητή, ενώ οι περιβαλλοντικές συνθήκες (χαμηλές θερμοκρασίες, ασταθείς επιφάνειες, χαμηλός φωτισμός) δεν ευνοούν τη διεξαγωγή ερευνών, σύμφωνα με την επιστημονική ομάδα, με τον διδακτορικό ερευνητή Alex Piro να προτείνει ως πιθανή βιώσιμη λύση για το ζήτημα τον περιορισμό της αλιείας κοντά στην εποχή της αναπαραγωγής, ούτως ώστε να προληφθούν οι διατροφικοί κίνδυνοι για τον άνθρωπο.