Η μακροχρόνια χρήση φαρμακευτικής αγωγής για την αϋπνία δεν φαίνεται να βελτιώνει τις διαταραχές ύπνου στις μεσήλικες γυναίκες, υποδεικνύει νέα έρευνα που δημοσιεύθηκε στο BMJ Open. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τα όσα δείχνουν τα ευρήματα, δεν υπήρξε καμία διαφορά στην ποιότητα ή τη διάρκεια του ύπνου μεταξύ των συμμετεχόντων που έπαιρναν και αυτών που δεν έπαιρναν τέτοιου είδους φάρμακα για ένα έως δύο χρόνια.
Η κακή ποιότητα ύπνου σχετίζεται με διάφορες ασθένειες, όπως ο διαβήτης, η υψηλή αρτηριακή πίεση, ο πόνος και η κατάθλιψη. Πολλά φάρμακα συνταγογραφούνται για την ενίσχυση του ύπνου, όπως οι βενζοδιαζεπίνες, η ζολπιδέμη, η ζαλεπλόνη και η εζοπικλόνη, καθώς και άλλοι παράγοντες που αφορούν καταστάσεις, όπως το άγχος και η κατάθλιψη.
Για το λόγο αυτό, οι επιστήμονες θέλησαν να αξιολογήσουν την αποτελεσματικότητα των φαρμάκων που χρησιμοποιούνται για την αντιμετώπιση της αϋπνίας για μεγάλο χρονικό διάστημα μεταξύ μιας ποικίλης ομάδας μεσήλικων γυναικών που ανέπτυξαν διαταραχές ύπνου.
Οι γυναίκες συμμετείχαν στη Μελέτη για την Υγεία των Γυναικών (SWAN), μια μακρόχρονη πολυκεντρική εργασία που εξετάζει τις βιολογικές και ψυχοκοινωνικές αλλαγές που εμφανίζονται κατά την εμμηνόπαυση. Η μέση ηλικία των γυναικών ήταν τα 49,5 έτη.
Οι διαταραχές ύπνου ορίστηκαν ως δυσκολία να αποκοιμηθεί κάποιος, οι συχνές αφυπνίσεις και η πρώιμη αφύπνιση και αξιολογήθηκαν σε μια κλίμακα πέντε βαθμίδων, με τη χαμηλότερη να αφορά στην απουσία δυσκολίας στον ύπνο όλα τα βράδια (1) μέχρι τη δυσκολία σε 5 ή περισσότερες νύχτες της εβδομάδας (5), οι οποίες αναφέρθηκαν κατά τη διάρκεια μιας μέση περιόδου παρακολούθησης 21 ετών.
Οι διαταραχές του ύπνου συγκρίθηκαν μεταξύ των γυναικών που έπαιρναν και εκείνων που δεν έπαιρναν φάρμακα για να βελτιώσουν τον ύπνο τους μετά από 1 και 2 χρόνια, σύμφωνα με τις μετρήσεις στην κλίμακα και 283 γυναίκες που ξεκίνησαν να παίρνουν αγωγή για την αντιμετώπιση της αϋπνίας κατά τη διάρκεια της περιόδου παρακολούθησης αντιστοιχίστηκαν με 445 γυναίκες που δεν έπαιρναν φάρμακα.
Και οι δύο ομάδες γυναικών ανέφεραν δυσκολία να αποκοιμηθούν τη μία κάθε τρεις νύχτες, ότι ξυπνούσαν συχνά τις δύο από τις τρεις νύχτες και ξυπνούσαν νωρίτερα κάθε ένα στα τρία βράδια της εβδομάδας. Πάνω από το 70% των γυναικών και στις δύο ομάδες ανέφεραν διαταραγμένο ύπνο τουλάχιστον τρεις φορές την εβδομάδα.
Αρχικά, οι βαθμολογίες διαταραχών του ύπνου ήταν παρόμοιες και στις δύο ομάδες γυναικών. Όσες λάμβαναν συνταγογραφημένη φαρμακευτική αγωγή για τα προβλήματα ύπνου είχαν μέση βαθμολογία στη δυσκολία να αποκοιμηθούν, τη συχνή αφύπνιση και την πρώιμη αφύπνιση κατά 2,7, 3,8 και 2,8 αντίστοιχα. Οι τιμές αυτές συγκρίθηκαν με τις βαθμολογίες 2.6, 3.7, και 2.7 αντίστοιχα, για όσες δεν λάμβαναν φάρμακα.
Μετά από ένα χρόνο, οι μέσες βαθμολογίες μεταξύ όσων έπαιρναν φάρμακα ήταν 2.6, 3.6 και 2.8 αντίστοιχα, ενώ για όσες δεν έπαιρναν ήταν 2.3, 3.5 και 2.5, αντίστοιχα.
Όπως αποδείχθηκε, καμία από τις αλλαγές που παρατηρήθηκαν στον ένα χρόνο δεν ήταν στατιστικά σημαντική, ούτε διέφερε μεταξύ των δύο ομάδων. Μετά από δύο χρόνια επίσης δεν υπήρξαν στατιστικά σημαντικές μειώσεις στις διαταραχές του ύπνου μεταξύ όσων έπαιρναν και αυτών που δεν έπαιρναν φάρμακα.
Σημειώνεται, πάντως, ότι αυτή είναι μια παρατηρητική μελέτη και ως τέτοια δεν μπορεί να αποδείξει αιτία, παρά μόνο συσχετισμό. Επιπλέον, περίπου οι μισές από τις γυναίκες ήταν πρώην ή νυν καπνίστριες και μία στις πέντε κατανάλωναν μέτριες ή μεγάλες ποσότητες αλκοόλ, στοιχεία που μπορεί να επηρεάσουν την ποιότητα του ύπνου.
Οι πληροφορίες για τα συνταγογραφημένα φάρμακα συλλέχθηκαν, επίσης, μόνο κατά τις ετήσιες ή διετείς επισκέψεις για τους σκοπούς της μελέτης, επομένως μπορεί να υπήρχαν διαλείμματα ή περίοδοι αποχής από τη χρήση τους κατά τη διάρκεια των επισκέψεων. Τέλος, δεν υπήρχαν αντικειμενικά μέτρα της ποιότητας του ύπνου.
Παρόλα αυτά, οι ερευνητές καταλήγουν ότι «οι διαταραχές του ύπνου είναι συχνές και η επικράτησή τους αυξάνεται. Η χρήση φαρμάκων για τον ύπνο έχει αυξηθεί και συχνά χρησιμοποιούνται για μεγάλο χρονικό διάστημα, παρά τη σχετική έλλειψη στοιχείων από τυχαιοποιημένες κλινικές δοκιμές».
«Τα φάρμακα αυτά μπορεί να λειτουργούν αποτελεσματικά σε κάποιους ανθρώπους με διαταραχές του ύπνου για κάποια χρόνια, αλλά τα ευρήματα της μελέτης αυτής θα πρέπει να δώσουν λίγη τροφή για σκέψη στους κλινικούς γιατρούς και τους ασθενείς, πριν τη συνταγογράφηση φαρμάκων για διαταραχές του ύπνου στη μέση ηλικία», καταλήγουν οι επιστήμονες.