Η άνοδος της επιβατικής κίνησης στο αεροδρόμιο του Αράξου το φετινό καλοκαίρι συνοδεύτηκε από τη σύνδεση του κρατικού αερολιμένα με αγορές που τα προηγούμενα χρόνια δεν είχαν τόσο μεγάλη σχέση με την Δυτική Ελλάδα.
Για παράδειγμα οι Τσέχοι, οι Σλοβάκοι και οι Αυστριακοί που ήρθαν φέτος στην Ελλάδα μέσω του αεροδρομίου του Αράξου, είναι τρεις αγορές που ουσιαστικά απουσίαζαν τα περασμένα χρόνια από τον τουρισμό της Δυτικής Ελλάδας.
Η ενίσχυση των σχέσεων του αεροδρομίου του Αράξου με τις αγορές αυτές ήρθε ως αντιστάθμισμα στην απουσία των Ρώσων που για ακόμα ένα καλοκαίρι δεν πέρασαν από τις πύλες του κρατικού αερολιμένα ακυρώνοντας τις πτήσεις που είχαν προγραμματιστεί.
Η απουσία των Ρώσων σίγουρα στοίχισε στο κομμάτι του θρησκευτικού τουρισμού, καθώς τα χρόνια πριν από την πανδημία, αποτελούσαν τους βασικούς ξένους επισκέπτες του ιερού ναού του Αγίου Ανδρέα, σημείο αναφοράς για την χριστιανική ορθοδοξία και τον πολιτισμό.
Από την πλευρά τους οι περισσότεροι από τους νέους πελάτες του αεροδρομίου επέλεξαν για να μείνουν στα μέρη της παράκτιας γραμμής της Ηλείας, ενώ υπήρχαν και αρκετοί τουρίστες από αυτούς που κατέβαιναν προς τη Μεσσηνία και τη νότια Πελοπόννησο.
Πάντως για ακόμα μία χρονιά οι πιο πιστοί φίλοι της Αχαΐας και της Ηλείας αποδείχτηκαν οι Γερμανοί, παρά τα περιοριστικά μέτρα που υπήρχαν για το μεγαλύτερο διάστημα του καλοκαιριού στα περισσότερα από τα κρατίδια της χώρας.
Ασφαλώς και η έλευση τους ήταν πιο μειωμένη σε σύγκριση με τα χρόνια πριν από την πανδημία, όμως και πάλι έδειξαν την προτίμηση τους στους δύο νομούς της Δυτικής Ελλάδας.
Με χαμηλό συνάλλαγμα
Από εκεί και πέρα σημαντική ήταν η προσέλευση των Πολωνών (παρόλο που από τα τρία πρακτορεία που τους έφερνε στον Άραξο λειτούργησε το ένα), αλλά και των Ουκρανών από τη στιγμή που δόθηκε πράσινο φως στην άφιξη τους.
Επίσης, πτήσεις με τσάρτερ προς τον Άραξο είχαμε και από τις χώρες της Βαλτικής, κυρίως από την Λιθουανία και την Λετονία. Σε γενικές γραμμές, η Δυτική Ελλάδα, αποτέλεσε πόλο έλξης και αυτό το καλοκαίρι κυρίως για τις χώρες της Κεντρικής και της Ανατολικής Ευρώπης (με εξαίρεση την Γερμανία).
Των χωρών, δηλαδή, που οι επισκέπτες τους έρχονται στην Ελλάδα με ένα χαμηλό συνάλλαγμα για να διαθέσουν. Με ότι αυτό μπορεί να σημαίνει για την αγορά της κάθε περιοχής, αρκετές από τις οποίες δεν «αισθάνθηκαν» στα ταμεία τους τους ξένους τουρίστες.