Η επιχείρηση πολεοδομικής ανασυγκρότησης επί εποχής Τρίτση μας γνώρισε τις ελληνικές πόλεις. Η μαζική χαρτογράφηση και πολεοδόμηση όλων των μεγάλων αστικών κέντρων μας έφερε πιο κοντά τις ιδιομορφίες και τα τοπικά χαρακτηριστικά τους. Κυρίως όμως αποτύπωσε και κατέγραψε τον ιστορικό πλούτο της κάθε μιας σε νεοκλασικά / διατηρητέα κτίρια. Χιλιάδες κτίρια ανά την Ελλάδα καρτελογραφήθηκαν και χαρακτηρίστηκαν διατηρητέα από το τότε υπουργείο ΥΧΟΠ, και μαζί με αυτά του υπουργείου Πολιτισμού αποτέλεσαν τον επίσημο κατάλογο της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς της Ελλάδας και έκτοτε αποτελούν μέρος της ευρωπαϊκής αρχιτεκτονικής κληρονομιάς. Και μετά τι ακολούθησε;
Ο εντοπισμός και η καταγραφή αποτελούν το πρώτο βήμα για την προστασία της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς. Το δεύτερο και πιο ουσιαστικό βήμα είναι η διαχείριση και η επισκευή – αποκατάστασή τους, με τελικό στάδιο την ανάδειξη όχι ως μεμονωμένου αντικειμένου δημοσίου συμφέροντος αλλά ενταγμένου στο ευρύτερο περιβάλλον της γειτονιάς του.
Το πρώτο στάδιο επιτεύχθηκε με τον Τρίτση και την εποχή της πολεοδομικής ανασυγκρότησης, συνεπικουρούμενο από μια άλλη προσωπικότητα, του Ε΄ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας, του Μιχαήλ Δεκλερή, που με ρηξικέλευθες αποφάσεις στήριξε την προστασία της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς και της έδωσε το γόητρο που της άξιζε.
Για το δεύτερο στάδιο προστασίας και ανάδειξης των ιστορικών κτιρίων βρισκόμαστε στο σημείο 0. Η πολιτεία παρακολουθεί αμήχανη και αμέτοχη, σαν υπνωτισμένη, να παρελαύνουν μπροστά της τόσα ιστορικά κτίρια, στη συντριπτική τους πλειονότητα σφηνωμένα ανάμεσα σε πανύψηλες πολυκατοικίες, εγκαταλελειμμένα, μισοερειπωμένα, ετοιμόρροπα, και κάποια με λινάτσες να διαβιούν το τελευταίο στάδιο εξαθλίωσης μέχρι την τελική τους πτώση.
Η καλλιτεχνική και πολιτιστική αξία των κτιρίων αυτών είναι ανεκτίμητη, η παρουσία τους στον πολεοδομικό ιστό των πόλεων ανυπολόγιστη, η εμπορική τους αξία όμως ανύπαρκτη. Και δυστυχώς είναι η εμπορική τους αξία που υπαγορεύει τη διάσωση και επανάχρησή τους.
Οι πανέμορφες νεοκλασικές / εκλεκτικιστικές προσόψεις που χαρακτηρίζουν τα ιστορικά κτίρια σε όλες τις ελληνικές πόλεις είναι το επίτευγμα της παραδοσιακής κατασκευαστικής τεχνικής της πέτρας και του ξύλου, που έφτασε στο απόγειό της τον 19ο αιώνα, ως απάνθισμα της έντεχνης αρχιτεκτονικής του κλασικού και νεοκλασικού ρεπερτορίου. Αυτή η περίοδος που εκτυλίχθηκε στην Ελλάδα ανάμεσα στα 1830-1920 με επίκεντρο την Αθήνα και με διάδοση σε όλες τις επαρχιακές πόλεις, δημιούργησε όλον αυτό τον πλούτο των ιστορικών μας κτιρίων, ανεπανάληπτων και μοναδικών στην ποιότητα της σύνθεσης και της κατασκευής και όπου το ιδιόμορφο νεοκλασικό γλωσσάρι της κάθε μιας έχει αποτυπωθεί.
Τα ιστορικά κτίρια που βρίσκονται σε συμπαγή ομοιογενή, διατηρητέα σύνολα με χαμηλούς συντελεστές δόμησης, δεν αντιμετωπίζουν κανένα πρόβλημα στην επανάχρηση και επισκευή τους. Η αξία τους είναι πολλαπλάσια και κατοχυρωμένη ως μέρος ενός μοναδικού συνόλου, που προσφέρει εγγύηση ποιότητας ζωής και αρχιτεκτονικής καλαισθησίας.
Η πλειοψηφία όμως των ιστορικών κτιρίων δεν βρίσκεται σε προνομιούχες γειτονιές αλλά σε αναπτύγματα δρόμων (και όχι γειτονιών) με άχαρες και απρόσωπες πολυκατοικίες που κατά την επώδυνη (για την ιστορική αρχιτεκτονική) περίοδο της αντιπαροχής, σάρωσαν τις πόλεις. Οι αυξημένοι συντελεστές δόμησης που κάθε «αξιοπρεπής» κυβέρνηση χάριζε στους εργολάβους, μέχρι και τη δεκαετία του ’70, οπότε ανέλαβε το υπουργείο Οικισμού ο Στέφανος Μάνος (τόλμησε το αδιανόητο, τη μείωση των συντελεστών δόμησης), έκαναν το «θαύμα τους», ανεγείροντας μαζικά πολυώροφες πολυκατοικίες, συμπαρασύροντας ιστορικά κτίρια στο διάβα τους, με δέλεαρ το «διαμέρισμα». Κατά τύχη κάποια άντεξαν, και σε αυτά εναποθέτουμε τις ελπίδες μας για μια «διαφορετική, όμορφη πόλη».
Το υπουργείο Χωροταξίας ήδη με τον ΓΟΚ του ’85 αντιμετώπισε το ζήτημα της απόδοσης εμπορικής αξίας στα διατηρητέα με «Ειδικές Ρυθμίσεις», τη δυνατότητα δηλαδή να διατηρηθεί μέρος του διατηρητέου ή μόνο η πρόσοψη και να εξαντληθεί ο ισχύων συντελεστής δόμησης της περιοχής με την ανέγερση νέου κτιρίου.
Οι «Ειδικές Ρυθμίσεις» δεν είναι πανάκεια και υπάρχει μια κατηγορία κτιρίων που πρέπει να εξαιρεθεί από αυτές: τα κτίρια που η πολιτεία κρίνει ότι έχουν ιδιαίτερη ιστορική ή και καλλιτεχνική αξία (κτίρια προβολής) ή έχουν επιλεγεί ως αντιπροσωπευτικά δείγματα μιας εποχής. Αυτά τα κτίρια πρέπει να καταγραφούν ως ξεχωριστή ενότητα και να τους αποδοθούν κίνητρα κατά προτεραιότητα για την άμεση αποκατάσταση και επανάχρησή τους ως δημόσιοι χώροι πολιτισμού και ιστορίας (όπως ένταξη σε ΕΣΠΑ, αναπτυξιακό νόμο, ειδικά προνόμια σε κοινωφελή ιδρύματα, φορείς και δωρητές για την απόκτηση και διαχείρισή τους κ.λπ.).
Οι «Ειδικές Ρυθμίσεις» έχουν ελάχιστα εφαρμοστεί και δεν έχουν καταξιωθεί στους αρμόδιους φορείς και συλλογικότητες, ειδικά λόγω των πενιχρών αποτελεσμάτων από, τη μέχρι σήμερα, εφαρμογή τους. Το νέο όμως Μουσείο Τέχνης Γουλανδρή στο Παγκράτι, που ενσωμάτωσε επιτυχημένα το παλιό στο νέο κτίριο, δίνει ελπίδες ότι στα χέρια ικανών αρχιτεκτόνων και πέρα από τα στερεότυπα που επιβάλλουν οι φορείς ελέγχου, μπορεί να δημιουργηθεί τέχνη.
Ας αρκεστούμε λοιπόν, μέσω των «Ειδικών Ρυθμίσεων», στη διάσωση της πρόσοψης των πολλών ιστορικών / διατηρητέων κτιρίων, που αποτελεί και τη δημόσια εικόνα τους αλλά και την εκπροσώπησή τους ως «αγαθού δημοσίου συμφέροντος», εφόσον με τα σημερινά οικονομικά αλλά και πολεοδομικά δεδομένα (πώς να κρυφτούν οι πλάγιες, κενές όψεις των όμορων πολυκατοικιών;), είναι αδύνατη η αυτούσια διάσωση όλου του κτιρίου.
Τέλος, χρειαζόμαστε μιαν ηγέτιδα προσωπικότητα να τεθεί επικεφαλής ενός τόσο κορυφαίου έργου, που εκπροσωπεί και αναδεικνύει την ιστορία και την ταυτότητα των πόλεών μας. Η βασιλική οικογένεια της Αγγλίας έχει δείξει τον δρόμο.
* H κ. Ιωάννα Σωτηρίου Δωροβίνη είναι διδάκτωρ Ιστορικός Αρχιτεκτονικής ΕΜΠ, πρώην στέλεχος του ΥΠΕΧΩΔΕ, στη Διεύθυνση Παραδοσιακών Οικισμών.