Κάνω κύκλους στους δρόμους της Πάτρας, συναντώ παλιούς φίλους, κάνω τα δικά μου ζιγκ ζαγκ στην πάνω πόλη, στη Γούναρη, την Παντοκράτορος, την Μπουκαούρη, τη Γερμανού, την Ηφαίστου, την Γκότση, τη Βότση, την Κανακάρη, την Πατρέως, την Ερμού, τη Μαιζώνος, την Καραϊσκάκη, την Κορίνθου, στη μεγάλη πλατεία με τα τέσσερα μπρούτζινα λιοντάρια που αντικρίζουν το θέατρο του Ερνέστου Τσίλερ, συναντώ τις σκιές από τα φιλμ των αδελφών Ταβιάνι, στην Αγ. Νικολάου, στην πλατεία Ομόνοιας, στις παλιές σταφιδαποθήκες Μπάρι, στη Μουρούζη, τη Νόρμαν και τη Φαβιέρου, ακουμπώ, βηματίζω με τα πέδιλά μου στο αρχιτεκτονικό «σώμα», στην ιστορία της πόλης και συναντώ τη Μαρίνα Εν.
Δεν θέλει να μου πει τίποτα για το σήμερα.
Ανεβαίνω στο πρώτο πλοίο των Αχαιών και στους δρόμους του μύθου και φτάνω στο αρχαίο λιμάνι της Αυλίδας.
Κοιτάζω γύρω μου για να χαιρετίσω τον Μάνο, αλλά πουθενά. Εμεινε πίσω, μου λένε κάτι φίλοι. Θέλει πάντα να ξαναγυρνάει εκεί, είχε πει την τελευταία φορά που τον συνάντησα.
Πήρε το πρώτο πλοίο των Ατρειδών και γύρισε πίσω. Ο κάμπος στο μεταξύ είχε γεμίσει σταφίδα. Με τα περαστικά πλοία των Μαροκινών θα φτάσει στα λιμάνια της Μασσαλίας και της Μεσσήνης.
Τα παιδιά θέλουν να σπουδάσουν γιατροί, θα φύγουν για το Μόναχο σε λίγο καιρό. Με τα έσοδα της σταφίδας θα βρουν ένα σπίτι εκεί.
Στο μεταξύ, η Μαρίνα Εν αρχίζει και κρυώνει. Αρχίζει χειμώνας σε λίγο. Θα βρει ένα σπίτι στην πάνω πόλη για να στεγάσει τα όνειρά της. Με έναν πράσινο κέδρο στην αυλή και κάνα δυο φοινικιές στον δρόμο με σταχτί χρώμα. Οι χαρουπιές στην κάτω πλατεία, με τα κόκκινα λουλούδια, είναι το σήμα κατατεθέν για τα λιμάνια της μνήμης της παρέας κι ένας κώδικας αναγνώρισης μεταξύ μας.
Σου τα γράφω όλα αυτά γιατί θα νόμιζες ότι σε ξέχασα, τόσα χρόνια που ’χουν περάσει. Αλλά πού. Εδώ, στον Νότο, σε ένα μικρό λιμάνι που μοιάζει με το Οσλο. Οπου κανείς δεν θυμάται τίποτα για τον ερχομό του πλοίου «Νεφεληγερέτης», πριν από δυο αιώνες. Κι όπου ένας πρόξενος «ξεκόλλησε» δυο γλυπτά με τους ιππείς να ίπτανται και τα ’στειλε μέχρι το Μουσείο του Βερολίνου. Από τότε έχουν γίνει δυο τρύπες στην καρδιά κάθε πολίτη.
Αντε τώρα να τρέχουν οι συμπολίτες, με τα παλαιά πλοία των Αχαιών ή τον «δικό» μου «Νεφεληγερέτη», μέχρι το λιμάνι του Αμβούργου ή του Ρόστοκ, να παίρνουν τρένα για το Βερολίνο, να φωνάζουν και τα παιδιά που θα ’ναι κει για σπουδές στο Μόναχο, να ζητήσουν από τους εκεί διευθυντάδες τα γλυπτά πίσω, στον φυσικό τους χώρο. Κι αν μας ζητήσουν να δουν πού θα τα εγκαταστήσουμε, τι θα τους πούμε; Στην μοντέρνα αίθουσα Τέχνης στην παλιά Εγλυκάδα ή στο μουσείο σύγχρονης Τέχνης στην αρχαία Αυλίδα, πού;
Σ’ αυτόν τον αγώνα οι συμπολίτες δεν είναι μόνοι τους. Αυτή τη φορά θα ’ναι μαζί μας και η Μαρίνα Εν. Τόσο περπάτημα έχει κάνει στην παλιά Πάτρα, στις παλιές στοές της Κορίνθου, στο αρχαίο Ρωμαϊκό Ωδείο, στα οκτακόσια σκαλοπάτια της Αγ. Νικολάου. Είναι Εν. Το παράστημά της μετρά όσο και τα πρόσωπα δεκάδων εργατών και εργατριών της σταφίδας, που ’χουν βαδίσει χιλιόμετρα μέσα στην ιστορία για να χτίσουν τις δικές τους ζωές.
Αλλά είπαμε, δική μου πόλη είναι η πόλη που βαδίζω.
Μετά τον χειμώνα, ο πρόξενος μας είπε, θα μας περιμένει στο λιμάνι. Για να μας παραδώσει τα γλυπτά πίσω. Πέρασαν δυο αιώνες. Αλλά απ’ ό,τι φαίνεται η καρδιά μας θα ξαναμπεί στη θέση της. Και θα επουλωθούν κι οι δυο τρύπες που είχαμε τόσα χρόνια, τόσοι άνθρωποι. Μπορεί να περνάνε τα χρόνια, αλλά οι πρόξενοι της Ευρώπης έχουν λόγο, γυρίζουν(;) τα λάφυρα πίσω.