Την εκτίμηση ότι το δημόσιο χρέος της Ελλάδος παραμένει βιώσιμο τουλάχιστον έως τη δεκαετία του 2030, εξέφρασε ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας.
Μιλώντας από το βήμα εκδήλωσης του Ελληνοαμερικανικού Επιμελητηρίου για την πορεία της ελληνικής οικονομίας, ο κ. Στουρνάρας διαβεβαίωσε ότι «παρά την αυξημένη αβεβαιότητα και τους κινδύνους σχετικά με τη μελλοντική πορεία της οικονομίας, η βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους δεν απειλείται τουλάχιστον μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 2030».
Αυτό οφείλεται κυρίως στη μακρά διάρκεια των αποπληρωμών των δόσεων του χρέους, στη σύνθεσή του, η οποία αποτελείται κατά 81% από δάνεια του επίσημου τομέα, και στους ευνοϊκούς όρους αποπληρωμής.
Σημειώνεται πως σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των διεθνών οργανισμών, το ελληνικό χρέος αναμένεται να ξεπεράσει το 200% του ΑΕΠ έως το τέλος του 2020, ως απόρροια της βαθιάς ύφεσης της ελληνικής οικονομίας αλλά και της αύξησης των κρατικών δαπανών για την αντιμετώπιση της υγειονομικής κρίσης.
Η βιωσιμότητα του χρέους εξαρτάται από τις δαπάνες εξυπηρέτησής του, οι οποίες δεν πρέπει να υπερβαίνουν ετησίως το 15% του ΑΕΠ, αλλά και από την πτωτική πορεία της ανολογίας χρέους προς ΑΕΠ.
Όσον αφορά, πάντως, τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του χρέους, ο κ. Στουρνάρας κατέστησε αναγκαίο τον συνδυασμό τριών παραμέτρων:
- Του ρυθμού οικονομικής ανάπτυξης
- Του μέσου επιτοκίου δανεισμού του δημοσίου
- Του πρωτογενούς αποτελέσματος της γενικής κυβέρνησης
Την ίδια ώρα, όπως παραδέχθηκε ο διοικητής της κεντρικής τράπεζας, η πανδημία αναμένεται να επιδεινώσει σημαντικά κάποια από τα προβλήματα που κληροδότησε στην Ελλάδα η κρίση χρέους της δεκαετίας του 2010, όπως το υψηλό δημόσιο χρέος, το υψηλό ποσοστό ανεργίας, το μεγάλο απόθεμα των μη εξυπηρετούμενων δανείων και το επενδυτικό κενό.
«Τα προβλήματα αυτά προστίθενται στις διαρθρωτικού τύπου προκλήσεις που αντιμετώπιζε ήδη η ελληνική οικονομία πριν από την πανδημία του κορωνοϊού και οι οποίες περιορίζουν τις μακροπρόθεσμες προοπτικές της» συνέχισε, επικαλούμενος τη χαμηλή διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα, το υψηλό επίπεδο φοροδιαφυγής, τον αργό ψηφιακό μετασχηματισμό, τη φυγή ανθρώπινου δυναμικού υψηλής εξειδίκευσης στο εξωτερικό, την κλιματική αλλαγή και το κόστος μετάβασης σε πιο καθαρές μορφές ενέργειας, τη μεταναστευτική-προσφυγική κρίση και την προβλεπόμενη δημογραφική επιδείνωση λόγω της γήρανσης του πληθυσμού.
Στο πλαίσιο αυτό, μια πρώτη λύση όλων των παραπάνω ζητημάτων συνίσταται στο Ταμείο Ανάκαμψης και στα 32 δισεκατομμύρια ευρώ που προβλέπονται για την Ελλάδα. Σύμφωνα με τον κ. Στουρνάρα, άλλωστε, η πλήρης, έγκαιρη και αποτελεσματική αξιοποίηση των παραπάνω κονδυλίων θα συμβάλει στην αύξηση του πραγματικού ετήσιου ΑΕΠ πάνω από 2,0% κατά μέσο όρο την περίοδο 2021 – 2026.
Παράλληλα, θα οδηγήσει σε ενίσχυση της συνολικής παραγωγικότητας και σε υψηλότερη δυνητική ανάπτυξη για τα επόμενα χρόνια. Άλλωστε, όπως επεσήμανε ο κεντρικός τραπεζίτης, ένας μέσος ετήσιος ρυθμός οικονομικής ανάπτυξης της τάξης του 3,5% την επόμενη 10ετία δεν είναι ουτοπικός.