Μνήμες από την εμφάνιση του κορονοϊού ξύπνησε η απομόνωση ενός νέου ιού στην Κίνα, ζωικής προέλευσης, που ονομάστηκε Λάνγκια (Langya henipavirus (LayV).
Ήδη έχουν καταχωρηθεί 35 περιστατικά του νέου αυτού ιού που έχει σημάνει παγκόσμιο συναγερμό, σύμφωνα με έκθεση που δημοσιεύθηκε στις αρχές Αυγούστου από την αμερικανική ιατρική επιθεώρηση αναφοράς New England Journal of Medicine. Μάλιστα ο ιός δεν μολύνει μόνο ανθρώπους, σύμφωνα με τα πρώτα δεδομένα που έχουν συλλέξει οι ειδικοί, αλλά και ζώα (όπως οι σκύλοι), ενώ προβληματισμό προκαλεί το γεγονός πως τα κρούσματα που έχουν γίνει γνωστά δεν ήρθαν σε επαφή το ένα με το άλλο. Για το λόγο αυτό οι επιστήμονες, σε πρώτη φάση, φαίνεται να αποκλείουν τη μετάδοση από άνθρωπο σε άνθρωπο.Οι ασθενείς που μελετήθηκαν δεν φαινόταν να μεταδίδουν τον ιό σε στενές επαφές, ούτε είχαν ιστορικό κοινών εκθέσεων. Έτσι, η Langya φαίνεται να προκαλεί σπάνιες, σποραδικές λοιμώξεις και πιθανότατα μεταδίδεται από τα ζώα στους ανθρώπους.
Τα συμπτώματα
Ο ιός προκαλεί στον άνθρωπο κοινά συμπτώματα κρυολογήματος, όπως πυρετό, κόπωση, βήχα, ναυτίες και πονοκεφάλους. Μέχρι τώρα δεν έχει καταγραφεί κανένα σοβαρό ή θανατηφόρο κρούσμα του Langya.
Πως ξεκίνησε
Οι επιστήμονες υποθέτουν πως η μυγαλή, ένα μικρό θηλαστικό με σουβλερό ρύγχος, μπορεί να είναι το ζώο που επέφερε τη μετάδοσή του στον άνθρωπο.
Οι περισσότεροι ασθενείς είχαν στενή επαφή με ζώα προτού αρρωστήσουν, σύμφωνα με τους Zhu Feng και Tan Chee Wah, ερευνητές στην Ιατρική Σχολή Duke–National University of Singapore που μελετούν τον ιό και συνέταξαν την έκθεση. Οι μολύνσεις διαπιστώθηκαν στις κινεζικές επαρχίες Σαντόνγκ και Χενάν. Οι ασθενείς, αγρότες οι περισσότεροι, δεν είχαν ούτε “στενή επαφή” ούτε “εκτέθηκαν από κοινού” σε παθογόνο παράγοντα, υπογραμμίζεται στη μελέτη, στην οποία διατυπώνεται η υπόθεση για “σποραδική” μόλυνση ανθρώπων.
Ορισμένοι ανέπτυξαν ανωμαλίες στο επίπεδο των αιματικών κυττάρων. Σε άλλους υπήρξε αλλοίωση των ηπατικών και νεφρικών λειτουργιών, διευκρινίζεται στην έκθεση. Ο Langya είχε εντοπιστεί για πρώτη φορά το 2018. Όμως αυτή τη φορά ο ιός ταυτοποιήθηκε επισήμως, χάρη σ’ ένα σύστημα εντοπισμού των οξέων εμπύρετων καταστάσεων και προηγούμενης έκθεσης σε ζώα. Οι ερευνητές από την Κίνα, τη Σιγκαπούρη και την Αυστραλία, που συμμετείχαν στη σύνταξη της έκθεσης, θεωρούν πως πρέπει να γίνει περαιτέρω έρευνα, ώστε να γίνουν καλύτερα κατανοητές οι ασθένειες που συνδέονται με τον ιό.