Η αναζήτηση της λέξης «sociopath» (κοινωνιοπαθής) στο Google θα δώσει περί τα 13,5 εκατομμύρια αποτελέσματα. Παραπάνω από τετραπλάσια (63,4 εκατ.) θα είναι τα αποτελέσματα για τη λέξη «psychopath» (ψυχοπαθής). Πολλά από αυτά θα αφορούν σε άρθρα με συμβουλές για το πώς να αναγνωρίσεις τα άτομα με τις προβληματικές συμπεριφορές της κοινωνιοπάθειας και ψυχοπάθειας, όπως όμως παρατηρούν σε άρθρο τους στο The Conversation οι Bruce Watt και Katarina Fritzon, Αναπληρωτές Καθηγητές Ψυχολογίας από το Πανεπιστήμιο Bond στην Αυστραλία, οι όροι θα χρησιμοποιούνται συχνά εκ περιτροπής και αδιακρίτως.
Οι Watt και Fritzon επιχειρούν να ξεδιαλύνουν το τοπίο.
Ψυχοπάθεια
Αν και η ψυχοπάθεια μελετάται από το 1800, δεν συμπεριλήφθηκε ως επίσημη διαταραχή στην τελευταία έκδοση του Διαγνωστικού και Στατιστικού Εγχειριδίου Ψυχικών Διαταραχών (DSM) της Αμερικανικής Ψυχιατρικής Εταιρίας.
Ο Αμερικανός ψυχίατρος Hervey Cleckley έγινε από τους πρώτους που επιχείρησαν μια λεπτομερή περιγραφή της ψυχοπάθειας, παρουσιάζοντας το 1941 στο βιβλίο του «The Mask of Sanity» (Η Μάσκα της Εχεφροσύνης) τις παρατηρήσεις του για εννέα άνδρες που νοσηλεύονταν σε ψυχιατρικό νοσοκομείο. Οι ασθενείς χαρακτηρίζονταν μεταξύ άλλων από γοητεία, αναξιοπιστία και έλλειψη μεταμέλειας.
Σύμφωνα με τους Watt και Fritzon, από τα χαρακτηριστικά αυτά -που τυποποίησε περαιτέρω ο Καναδός ψυχολόγος καθηγητής, Robert Hare, διακρίνοντάς τα σε διαπροσωπικά, συναισθηματικά και σχετικά με τον τρόπο ζωής- μαζί με τις αντικοινωνικές συμπεριφορές που παρατίθενται στο DSM, προκύπτει ότι ένας ψυχοπαθής χαρακτηρίζεται από χειριστικότητα, επιφανειακή γοητεία, μεγαλομανία, δολιότητα, αδιαφορία για τον πόνο των άλλων, έλλειψη ενσυναίσθησης και ευθυνοφοβία.
«Ένας ψυχοπαθής βαριέται εύκολα, απομυζά τους άλλους ανθρώπους, δεν έχει στόχους και επιμένει στην ανευθυνότητα» σχολιάζουν.
Κοινωνιοπάθεια
Ο όρος κοινωνιοπάθεια εισήχθη τη δεκαετία του 1930 από τον ψυχολόγο George Partridge, ο οποίος επικεντρώθηκε στην κοινωνική προέκταση των συνεπειών από συμπεριφορές που παραβιάζουν συστηματικά τα δικαιώματα των άλλων. Στην πρώιμη ψυχιατρική βιβλιογραφία, οι όροι κοινωνιοπάθεια και ψυχοπάθεια χρησιμοποιήθηκαν συχνά εκ περιτροπής, αν και ορισμένοι προτιμούσαν τον όρο «κοινωνιοπαθής» για να αποφύγουν τη σύγχυση με την ψύχωση, μια διακριτή κατάσταση ψυχικής υγείας.
Ο όρος «Κοινωνιοπαθητική διαταραχή της προσωπικότητας», που χρησιμοποιήθηκε στην πρώτη έκδοση του DSM το 1952, ευθυγραμμιζόταν με την επικρατούσα πεποίθηση της εποχής, «ότι οι αντικοινωνικές συμπεριφορές ήταν σε μεγάλο βαθμό προϊόν του κοινωνικού περιβάλλοντος και ότι οι συμπεριφορές κρίνονταν ως αποκλίνουσες μόνο αν παραβίαζαν τους κοινωνικούς, νομικούς ή/και πολιτιστικούς κανόνες» εξηγούν. Η θεωρία αναδείκνυε τον επίκτητο χαρακτήρα της κοινωνιοπάθειας έναντι της ψυχοπάθειας που εκλαμβανόταν συνήθως ως διαταραχή με βιολογικό υπόβαθρο.
Επίκτητες ή εκ γενετής;
Η σημερινή αντικοινωνική διαταραχή της προσωπικότητας και η ψυχοπάθεια έχουν συσχετιστεί με ένα ευρύ φάσμα αναπτυξιακών, βιολογικών και ψυχολογικών αιτιών. «Για παράδειγμα, τα άτομα με ψυχοπαθητικά χαρακτηριστικά έχουν ορισμένες διαφορές στον εγκέφαλο, ιδίως σε περιοχές που σχετίζονται με τα συναισθήματα, τις αναστολές και την επίλυση προβλημάτων. Φαίνεται επίσης να έχουν διαφορές που σχετίζονται με το νευρικό τους σύστημα, συμπεριλαμβανομένου του μειωμένου καρδιακού ρυθμού» αναφέρουν οι καθηγητές, προσθέτοντας ότι η κοινωνιοπάθεια και οι αντικοινωνικές συμπεριφορές είναι προϊόν του κοινωνικού περιβάλλοντος που «τρέχει» στις οικογένειες και σχετίζεται συνήθως με κακοποίηση ή συγκρούσεις στο σπίτι.
Οι συνέπειες
Παρά τις δημοφιλείς απεικονίσεις στα μέσα ενημέρωσης, δεν είναι όλοι οι ψυχοπαθείς ή οι κοινωνιοπαθείς βίαιοι εγκληματίες. Η ψυχοπάθεια εντούτοις, σημειώνουν οι καθηγητές, αποτελεί ισχυρό προγνωστικό δείκτη προβληματικών και επιβλαβών συμπεριφορών. Συνδέεται επίσης με την εξάρτηση από τα ναρκωτικά, την έλλειψη στέγης και άλλες διαταραχές της προσωπικότητας, ενώ μελέτες τη συνέδεσαν με αδυναμία συμμόρφωσης με τα μέτρα προστασίας κατά την πανδημία COVID-19. Η κοινωνιοπάθεια, από την άλλη πλευρά, είναι λιγότερο αξιόπιστος δείκτης μελλοντικής αντικοινωνικής ή βίαιης συμπεριφοράς.