Eνας χρόνος περίπου έχει περάσει από την τελευταία κρίση στο ΚΙΝΑΛ. Hταν τον περυσινό Ιούλιο όταν το «αντάρτικο» του Γιώργου Παπανδρέου στο νομοσχέδιο για τις διαδηλώσεις επανέφερε τα σύννεφα ακόμη μιας διάσπασης στη Χαρ. Τρικούπη. Τότε η Φώφη Γεννηματά –έπειτα από έντονο παρασκήνιο– αποφάσισε να μην διαγράψει τον πρώην πρωθυπουργό. Από κάποιους, παράλληλα, η στάση του μεταφράστηκε σε πρόθεση να «ξαναβγεί μπροστά», βλέποντας ακόμη και προς την επάνοδο στην ηγεσία.
Εντεκα μήνες μετά, το σκηνικό έχει αλλάξει αρκετά. Οι σχέσεις των δύο άρχισαν να αποκαθίστανται άμεσα, βρίσκοντας κοινό έδαφος σε επίπεδο ρητορικής, ενώ τα σενάρια που ήθελαν τον επικεφαλής του ΚΙΔΗΣΟ να ζυγίζει πιθανή υποψηφιότητά του έχουν αποδυναμωθεί, αν όχι εξαϋλωθεί.
Η «προοδευτική διακυβέρνηση» και το «αντιδεξιό» πρόσημο, στοιχεία που βρίσκονται στον πυρήνα της στρατηγικής της κ. Γεννηματά, τέμνονται με τις κατευθύνσεις του κ. Παπανδρέου, βρίσκοντας, παράλληλα, ευήκοα ώτα και ευρύτερα στην «αριστερόστροφη» πτέρυγα του ΚΙΝΑΛ. Στην εξίσωση, επιπλέον, προστίθεται και η πρόσφατη συνάντηση των δύο, που αποκάλυψε η «Κ».
Είναι σαφές ότι είναι πολύ νωρίς ακόμη για να μιλάει κανείς για συμμαχίες στα πρώτα μέτρα της κούρσας και με τον ίδιο τον κ. Παπανδρέου να μην έχει ανοίξει τα χαρτιά του. Παράλληλα, εκτιμάται ότι αρκετά στελέχη του περιβάλλοντός του δεν βλέπουν με καλό μάτι επανεκλογή της κ. Γεννηματά, γεγονός που σίγουρα θα μπει στη ζυγαριά όταν στηθούν οι κάλπες, στα τέλη του έτους.
Ωστόσο, η διαμορφούμενη αίσθηση είναι ότι από τα τρία στρατόπεδα που έχουν προσώρας σχηματιστεί, το αφήγημα των «προεδρικών» βρίσκει τα περισσότερα σημεία επαφής με τον πρώην πρωθυπουργό, παρέχοντάς του, όπως λέγεται, «τον πολιτικό χώρο που επιθυμεί». Στα παραπάνω θα πρέπει να συνυπολογιστούν και οι ισορροπίες με τους άλλους δύο διεκδικητές της ηγεσίας, τους Ανδρέα Λοβέρδο και Νίκο Ανδρουλάκη.
Τα πολιτικά χαρακτηριστικά της υποψηφιότητας του πρώτου εκτιμάται ότι απέχουν κατά πολύ από ένα πλαίσιο που θα στήριζε ο κ. Παπανδρέου.
Από την άλλη πλευρά, δεν θα πρέπει να λησμονείται ότι ο πρώην πρωθυπουργός είχε βρεθεί στο στόχαστρο του κ. Ανδρουλάκη πριν από τις εσωκομματικές του 2017, όταν και τελικώς είχε στηρίξει την κ. Γεννηματά. Οι σχέσεις των δύο πλευρών, δηλαδή, παρότι δεν περιγράφονται ως ψυχρές, απέχουν και από το να χαρακτηριστούν στενές. Ο ευρωβουλευτής, πάντως, αναζητεί «γέφυρες» με την πλευρά των παπανδρεϊκών, όπως φάνηκε και από την πρόσφατη παρουσία του Αντρίκου Παπανδρέου σε εκδήλωσή του για το περιβάλλον.
Ενα ακόμη κομμάτι του «αριστερόστροφου» παζλ στο ΚΙΝΑΛ αποτελεί η μικρή συνιστώσα της Ανανεωτικής Αριστεράς, που ζητεί εγγυήσεις για μη επιστροφή στο ΠΑΣΟΚ. Αυτονόητα, δηλαδή, το χάσμα με την πλευρά Λοβέρδου μοιάζει αγεφύρωτο, σε αντίθεση με την κ. Γεννηματά, που εγγυάται συνέχιση του ενιαίου φορέα, ενώ αναμένεται και η στάση του κ. Ανδρουλάκη, ο οποίος καταγράφει επιρροή εντός της εν λόγω τάσης. «Δένοντας», πάντως, και με το ζήτημα του Γ. Παπανδρέου, αξίζει να σημειωθεί η πρόσφατη συνάντηση του τελευταίου με τον Θ. Μαργαρίτη, κορυφαίο στέλεχος της Ανανεωτικής Αριστεράς, όπου κατεγράφη κλίμα σύμπλευσης.
Οι υποψήφιοι
Ο αριθμός των υποψήφιων προέδρων παραμένει ακόμη άγνωστος, καθώς οι Χάρης Καστανίδης και Παύλος Γερουλάνος είναι γνωστό ότι το «ζυγίζουν». Με τα τωρινά δεδομένα, πάντως, οι αντίπαλοι της κ. Γεννηματά είναι δύο, ακολουθώντας και διαμετρικά αντίθετες στρατηγικές.
Ο Ανδρέας Λοβέρδος έθεσε εαυτόν από πολύ νωρίς στη θέση του «επιταχυντή», καλούμενος να ανατρέψει ισορροπίες απέναντι σε δύο στρατόπεδα με εδραιωμένο ρεύμα. Μπήκε πρώτος στο τερέν, δεχόμενος κριτική ότι πυροδοτεί εσωστρέφεια και μάλιστα, όπως κατηγορήθηκε, κόντρα στον παλμό της βάσης, εν μέσω της θύελλας του κορωνοϊού. Αρκετοί δε στη Χαρ. Τρικούπη έλεγαν χαρακτηριστικά ότι «θα… καεί στο ζέσταμα». Συνομιλητές του πρώην υπουργού, ωστόσο, εξακολουθούν να διαμηνύουν ότι «δεν θα κάνει πίσω ούτε για να πάρει φόρα», δείγμα της προσήλωσης στη «φουλ επίθεση».
Ο κ. Λοβέρδος βάλλει ανοιχτά κατά της κ. Γεννηματά, με τις σχέσεις των δύο να βρίσκονται σε ιστορικό ναδίρ, αναδεικνύοντας τη δημοσκοπική στασιμότητα, ενώ αμφισβητεί και δύο βασικές κατευθύνσεις του προεδρικού αφηγήματος: αφενός, την αυτόνομη πορεία, αφήνοντας ανοιχτό το ενδεχόμενο συνεργασιών· αφετέρου, το εγχείρημα «ΚΙΝΑΛ», μιλώντας ξεκάθαρα για επάνοδο του ονόματος-συμβόλου του ΠΑΣΟΚ. Επί της ουσίας επιχειρεί να «εμβολίσει» το δίπολο του 2017, στοχεύοντας ως επί το πλείστον στο φάσμα πλην της «αριστερόστροφης» πτέρυγας και κυρίως στο αντι-ΣΥΡΙΖΑ μέτωπο εντός του ΚΙΝΑΛ.
Στην αντίπερα όχθη, ο Νίκος Ανδρουλάκης υιοθέτησε εξαρχής εντελώς διαφορετική προσέγγιση. Κράτησε χαμηλούς τόνους, ειδικά όσο η πανδημία «έβραζε», παρότι στο περιβάλλον του καταγράφονταν πιέσεις για πιο δυναμικές κινήσεις. Τοποθετείται δε σαφώς πιο ενωτικά, υπογραμμίζοντας πως στόχος είναι μια εσωκομματική διαδικασία στα πρότυπα του 2017, με μαζική συμμετοχή και «άρωμα» επανεκκίνησης.
Τα παραπάνω, πάντως, δεν αναιρούν και την προσπάθεια οικοδόμησης συμμαχιών, που εκτείνονται σε όλες τις τάσεις της Χαρ. Τρικούπη. Σε κάθε περίπτωση, το πολιτικό πλαίσιο του ευρωβουλευτή αναμένεται με μεγάλο ενδιαφέρον σε πολλά επίπεδα, με ένα από αυτά να είναι, όπως προαναφέρθηκε, το θέμα ΠΑΣΟΚ. Είναι νωπές, άλλωστε, οι μνήμες από τη σύγκρουσή του με την κ. Γεννηματά στο τελευταίο «πράσινο» συνέδριο το 2019, όταν είχε ταχθεί κατά της –επί της ουσίας– «παράδοσης» της κομματικής ταυτότητας του ΠΑΣΟΚ στο ΚΙΝΑΛ. Παραμένει ερώτημα το αν οι κινήσεις του κ. Ανδρουλάκη στο εν λόγω πεδίο θα είναι τόσο δυναμικές όσο της πλευράς Λοβέρδου, ωστόσο είναι δεδομένο ότι επιθυμεί πιο ενεργό ρόλο για τον πάλαι ποτέ κραταιό «πράσινο ήλιο». Από τους λάτρεις των λεπτομερειών, άλλωστε, δεν έχει περάσει απαρατήρητο το ότι στις δηλώσεις που διανέμει στον Τύπο υπογράφει ως «ευρωβουλευτής ΠΑΣΟΚ», παρότι εκλεγμένος με το ΚΙΝΑΛ.