Για τις εξελίξεις στην υπόθεση των καταγγελιών που έκαναν η 22χρονη και ο 17χρονος αδελφός της για την κακοποίηση που βίωναν μέσα στο σπίτι τους στα Πετράλωνα από τον πατέρα τους και άλλα άτομα και για την οποία παραπέμπονται σε δίκη 10 άτομα, μίλησε στην ΕΡΤ ο Σπύρος Χαριτάτος, νομικός υποστηρικτής των παιδιών. «Αισθανόμαστε μια πρώτη ικανοποίηση σε ένα διαρκή αγώνα που καλά κρατεί σχεδόν μια εξαετία» είπε χαρακτηριστικά κάνοντας λόγο για μια πρωτοφανή στα δικαστικά χρονικά υπόθεση όσον αφορά στην εξέλιξή της και υπογραμμίζοντας πως «η δικαίωση για τα παιδιά θα έρθει στο δικαστήριο. Πιστεύουμε στη δικαιοσύνη και περιμένουμε υπομονετικά να έχουμε μια τελική απόφαση όπου ο καθένας για ό,τι έχει πράξει θα του δοθεί η ανάλογη ποινή»
«Στο συγκεκριμένο βούλευμα διατάσσεται η διατήρηση των περιοριστικών όρων, όπου ο πατέρας δεν πρέπει να πλησιάζει τα παιδιά και φυσικά ένα ένταλμα σύλληψης που αφορά ασύλληπτο ακόμα καταγγελλόμενο μέλος, φερόμενος ως παιδο βιαστής» ενημερώνει.
«Επιτέλους, μετά από περίπου 6 χρόνια, ο 17χρονος σε λίγους μήνες 18χρονος, η 22χρονη, το μικρό κορίτσι που παραμένει με τη μητέρα του, τρία παιδιά δηλαδή, ο Χρήστος Κρεμιώτης, ο πολίτης που ενθάρρυνε τα παιδιά να καταγγείλουν η Έλσα Πουλάκη, η νομική εκπρόσωπος κα Δήμητρα Πλαστήρα, ο τεχνικός σύμβουλος Δημήτρης Σούρας και η ταπεινότητά μου, αισθανόμαστε μια πρώτη ικανοποίηση σε ένα διαρκή αγώνα που καλά κρατεί σχεδόν μια εξαετία» είπε ο κ. Χαριτάτος .
«Έχουμε την ασυνήθιστη είδηση να παραπέμπονται σε δίκη δέκα, το σύνολο δηλαδή των κατηγορουμένων και μηνυομένων για την υπόθεση των Πετραλώνων. Επιτέλους υπόθεση θα φτάσει στο ακροατήριο, προκειμένου η κάθε πλευρά να εκθέσει τα δικά της επιχειρήματα και κατά την άποψή μας, να βρουν δικαίωση τα παιδιά για τα όσα καταγγέλλουν και επιμένουν σε αυτά που βίωσαν για αρκετά χρόνια στην πιο ευαίσθητη ηλικία της ζωής τους» πρόσθεσε.
Το παραπεμπτικό βούλευμα είναι μία δικαίωση αλλά η τελική δικαίωση θα έρθει για τα παιδιά στο δικαστήριο όπως αναφέρει. «Πιστεύουμε στη δικαιοσύνη και περιμένουμε υπομονετικά να έχουμε μια τελική απόφαση όπου ο καθένας για ό,τι έχει πράξει θα του δοθεί η ανάλογη ποινή. Τα παιδιά δεν αισθάνονται την κακία, Αισθάνονται την ανάγκη να λυτρωθούν από εφιάλτες που έζησαν στην τρυφερή τους ηλικία, που παραμένει η τρυφερή τους ηλικία, αλλά τους έχουν κλέψει τα παιδικά τους χρόνια. Όπως τα ίδια παιδιά λένε και θέλουν να δικαιωθούν και να μπορέσουν να λυτρωθούν και να συνεχίσουν τη ζωή τους.
Όπως επιπλέον ενημέρωσε:
«Την ίδια στιγμή εκκρεμεί αίτηση αναδοχής για τον ανήλικο για ακόμα τρεις μήνες που περιορίζει, γιατί παρόλα αυτά εδώ και έξι χρόνια η Εισαγγελία Ανηλίκων δεν αφαίρεσε τη γονική μέριμνα και την επιμέλεια από τους καταγγελλόμενους και μηνυόμενους -στην προκειμένη περίπτωση της μητέρας γονείς, – με αποτέλεσμα τουλάχιστον ο 17χρονος και 22χρονη μέχρι τη στιγμή της ενηλικίωσης της, να μην μπορούν να έχουν όποια δικονομικά δικαιώματα θα μπορούσε να έχει οποιοσδήποτε πολίτης από εμάς, φυσικά και περιορισμούς που αφορούν την κοινωνική τους καθημερινότητα.
Αυτό ήταν κάτι το οποίο φέρουν βαρέως. Έχει επηρεάσει τη ζωή των παιδιών. Φαντάσου ότι δεν μπορούσε ο 17χρονος η 22χρονη σήμερα, μέχρι να ενηλικιωθεί να επισκεφτεί έναν γιατρό άμεσα. Θα χρειαζόταν η υπογραφή του πατέρα, ο οποίος ήταν καταγγελλόμενος για τέτοιου είδους συμπεριφορές για βαριά κακουργήματα και της μητέρας από τα οποία τα παιδιά έχουν ζητήσει την απομάκρυνσή της.
Ο κ. Χαριτάτος βρίσκεται σε συνεχή επικοινωνία με τα παιδιά και λέει για την ψυχολογική τους κατάσταση και τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν παλεύοντας με «τους δαίμονες του παρελθόντος».
«Τα παιδιά έχουν διαφορετικές συμπεριφορές. Η 22χρονη έχει ανεξαρτητοποιηθεί, έχει φύγει από το «οικογενειακό περιβάλλον» προσπαθεί να φτιάξει τη ζωή της από την αρχή εκτός Αθηνών, προσπαθεί να βρει τα κομμάτια της, να παλέψει τους μικρούς της δαίμονες, που είναι φυσιολογικό να υπάρχου,ν κάνοντας μια νέα αρχή. Αυτά τα παιδιά και η 22χρονη αλλά και ο 17χρονος, προσπαθούν να βρουν την καθημερινότητά τους μέσα από εικόνες του σήμερα, αλλά και εικόνες που δεν μπορούν να φύγουν εύκολα ως ανοιχτές πληγές στην ψυχή τους και στο μυαλό τους».
Το συγκλονιστικό στην υπόθεση είναι ότι «Τα παιδιά, βίωναν τους παιδοβιασμούς -σύμφωνα με τις καταγγελίες τους, οι οποίες δεν έχουν αλλάξει ούτε κατά μία λέξη όλα αυτά τα χρόνια και ενώπιον των αρμόδιων αρχών – τις συμπεριφορές που έχουν να κάνουν με παραφιλίες ως μια κανονικότητα. Έτσι γνώρισαν τη ζωή. Αυτό το περιβάλλον αντιμετώπιζαν στην τρυφερή τους ηλικία. Έτσι πίστεψαν ή έτσι νόμιζαν ότι είναι η ζωή, ότι έτσι είναι και η καθημερινότητα των άλλων παιδιών»
« Όταν κάποια στιγμή άρχισαν να μιλούν αυτά τα παιδιά, ενδεχομένως και κάτω από τη συνέπεια των επιβαρύνσεων των σωματικών που είχαν, τότε, όταν η φρίκη των ακροατών τους, εν προκειμένω του κυρίου Κρεμιώτη και της κυρίας Πουλάκη, φάνηκε στα μάτια τους και τους εξήγησαν ότι αυτό που ζείτε δεν είναι μια καθημερινότητα, δεν είναι όλα τα παιδιά έτσι, δεν είναι σωστό αυτό που συμβαίνει. Τα παιδιά υπέστησαν διπλό σοκ, αντιλαμβανόμενα ότι όλα όσα ζούσαν δεν τους άξιζαν. Και δεύτερον, ένιωσαν μια βαθιά ντροπή και μια βαθιά ενοχή τα ίδια τα παιδιά για τα όσα βίωναν με την ευθύνη, σύμφωνα με τα καταγγελλόμενα των ίδιων τους, των γονέων, συγγενών και παρέας αυτών».